Σινεμά

Creed II [κριτική]

By N.

December 01, 2018

του Νικήτα Φεσσά

Σε γενικές γραμμές αρκούντως ικανοποιητικό σίκουελ του reboot/σίκουελ Creed (2015) του 40χρoνου franchise του Rocky, και πάλι με τον τελευταίο στον ρόλο του γηραιού (αν και προφανέστατα fit) προπονητή του γιου του Apollo Creed, Adonis, ενός εκρηκτικού και διψασμένου για νίκες, πλην ευαίσθητου, Οιδοπόδειου (τον βαραίνει το φάντασμα του ένδοξου πατρός του) πυγμάχου, ο οποίος εδώ κατακτά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή στην αρχή της ταινίας, για να έρθει γρήγορα αντιμέτωπος με μια τρομακτική νέμεση από το παρελθόν.

Το Creed II, σκηνοθετημένo με αρκετό ‘swag’ από τον σχεδόν πρωτόπειρο Steven Caple Jr. (ο Ryan Coogler ήταν αυτή τη φορά απασχολημένος με τα γυρίσματα του Black Panther, και περιορίζεται σε χρέη εκτελεστή παραγωγού), αποτελεί ανεπίσημο σίκουελ του τέταρτου Rocky — ναι, αυτoύ με τον θηριώδη σοβιετικό πυγμάχο Ιβάν Ντράγκο (Dolph Lundgren).

Όπως είναι γνωστό στους φίλους της σειράς, ο τελευταίος ευθύνεται για το θάνατο του πατέρα του Αδώνιδος και αδερφικού φίλου του Rocky, κάτι που κορυφώνει την αγωνία για την πολυαναμενόμενη αναμέτρηση μετά από τόσα χρόνια. Το νέο μάτς έχει διαγενεακό χαρακτήρα, καθώς αντίπαλος του υιού Creed δεν είναι άλλος από τον κανακάρη του Ιβάν, Βίκτορ Ντράγκο (είναι ενδιαφέρον πολιτικά ότι εδώ τονίζεται ότι είναι Ουκρανός), ο οποίος είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί την ήττα του πατέρα του (και νυν προπονητή του) από τον Rocky στο ρινγκ, που είχε ως αποτέλεσμα τον επαγγελματικό εξευτελισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό του, που περιλαμβάνει και τη φυγή και περιφρόνηση της γυναίκας του — η Brigitte Nielsen επιστρέφει στον ρόλο).

Όπως έκανε και το φιλμ του Coogler, το Creed II, με σενάριο που συνυπογράφει ο Σταλόνε, προσπαθεί να ισορροπήσει το μελόδραμα (το ζευγάρι Adonis- Bianca έχουν εδώ να αντιμετωπίσουν και τις προκλήσεις του να γίνεσαι γονιός, αν και η ταινία δεν αφιερώνει πολύ χρόνο σε αυτή την πτυχή) με τη δράση, με το πρώτο να είναι, ωστόσο, ελαφρώς πιο ρηχό ή φευγαλέο, και λίγο πιο κλισέ. Μερικές από τις πιο cheesy ατάκες μουρμουρίζονται από τον Σταλόνε σαν ρητά του Κομφούκιου (‘αν θες να αλλάξουν πολύ τα πράγματα πρέπει να κάνεις μεγάλες αλλαγές’), ενώ το προφανές ‘σεξπηρικόν’ της πάλης πατεράδων και γιων συλλαβίζει στ@ν θεατή αθλητικός σχολιαστής.

Ωστόσο, είναι αναζωογονητικό το γεγονός ότι δεν χρειάζεται να ξανακούσουμε για άλλη μια φορά λογύδρια απελπισμένων και αδύναμων γυναικών (μανάδων, συζύγων) που προσπαθούν να αποτρέψουν ανώριμους και ψωροπερήφανους άντρες από το να σκοτωθούν στο ρινγκ. Εδώ απλά τους λένε ‘‘είσαι ενήλικας, κάνε όπως νομίζεις, και αν είσαι ειλικρινής μαζί μου θα σου σταθώ’’.

Δυνατές οι ερμηνείες από όλο το καστ, με συγκινητικό τον Σταλόνε ως στωικό και κουρασμένο/μαλακωμένο από τη ζωή μέντορα (δήλωσε ότι θα είναι μάλλον η τελευταία του εμφάνιση στο ρόλο), τον πρωταγωνιστή Μichael B. Jordan να τα δίνει όλα, και την Tessa Thompson ως σύντροφο του Αδώνιδος (και ανερχόμενο ποπ είδωλο) να είναι για μια ακόμη φορά λαμπερή και δυναμική.

Λιγότερο χαρισματικός ως βουνό από μυς (αν και πάλι περιέργως μοιάζει ‘λόφος’ σε σχέση με τον πατέρα του – ίσως φταίει η μεγαλύτερη διαφορά ύψους Σταλόνε-Λούντγκρεν συγκριτικά με εκείνη των κινηματογραφικών γόνων τους), ο Ρουμάνος μποξέρ και γυμναστής Florian Munteanu. Τα γένια και το κούρεμα με την ψιλή δεν μπορούν να καλύψουν το καλοκάγαθο, κάπως μπουνταλάδικο πρόσωπό του, που είναι αταίριαστο με το σώμα, και πολύ λιγότερο απειλητικό από το σμιλεμένο, γωνιώδες του Λούντγκρεν το ’85, που έμοιαζε όντως με ρομπότ-φονική μηχανή.

Αν και το Creed II αποφεύγει τη γελοία προπαγάνδα του 80s προκατόχου του που έδειχνε τον Αμερικανό πυγμάχο να προπονείται στα χιόνια με κορμούς δέντρων και τον Σοβιετικό ‘στα πούπουλα’ και με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, είναι δύσκολο να υπάρξει ένα ρεαλιστικό update των ‘larger-than-life’ χαρακτήρων της δεκαετίας του ’80 που φημίζεται για την εξτραβαγκάντζα παντός είδους (μην ξεχνάμε και ότι το περικείμενο τότε ήταν ο Reagan και η τελική φάση του Ψυχρού Πολέμου).

Οι ανηλεείς και αιματοβαμμένες πυγμαχικές σκηνές του Creed II ωστόσο είναι χορταστικές (διαφορετικά γυρισμένες από την προηγούμενη ταινία, αλλά παραμένουν εντυπωσιακές), αν και τα ‘stakes’ παραδόξως δεν μοιάζουν τόσο ψηλά όσο θα έπρεπε (υπάρχει και το προσεγμένο μεν, διακριτό δε fake του green screen, σε αντίθεση με τα πραγματικά πλήθη στο κοινό των παλιών ταινιών).

Παρόλα αυτά, η γοητεία του franchise αποδεικνύεται ανθεκτική. Και τα μοντάζ με τις προπονήσεις και το διάσημο μουσικό θέμα εμπνέουν ακόμη. Με το crossfit να είναι πλέον παντού στις χολιγουντιανές ταινίες (βλ. Batman V Superman), ο σκηνοθέτης εδώ κατορθώνει να δείξει κάτι λίγο διαφορετικό και πιο εντυπωσιακό.

Βαθμολογία 3,5/5  

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Τρία Αστέρια για τη φιλοξενία