ROONEY MARA and CATE BLANCHETT star in CAROL

Σινεμά

Ask me things -του Old Boy

By N.

December 13, 2015

ROONEY MARA and CATE BLANCHETT star in CAROL

Με αφορμή το “Carol” του Τοντ Χέινς…

Σκεφτόμουν να ξεκινήσω λέγοντας ότι παραδόξως το “Carol” είναι μια χριστουγεννιάτικη ταινία, αλλά στη συνέχεια αναρωτήθηκα «γιατί παραδόξως;», μήπως είναι παγίδα αυτό, γιατί να μην είναι μια κατεξοχήν χριστουγεννιάτικη ταινία;

Επειδή σε στρέιτ ρομαντικές ιστορίες ο γιορτινός περίγυρος ταιριάζει γάντι και εδώ όχι; Μα όχι, θα πει κανείς, δεν είναι αυτό το θέμα, η ταινία δεν καταπιάνεται απλά και μόνο με έναν έρωτα μεταξύ δύο γυναικών, αλλά και με το πόσο εντελώς εκτός της κοινωνικής νόρμας ήταν αυτός στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με την επίπτωση που έχει στη ζωή της μιας εκ των δύο που είναι μητέρα ενός μικρού παιδιού και σε διαδικασία διαζυγίου, με τις επιλογές που πρέπει να κάνει, το τίμημα που πρέπει να πληρώσει κλπ.

Ακόμη κι έτσι όμως, το ρομάντσο της Κάρολ, της σε διάσταση πλούσιας συζύγου και μητέρας, με την Τερέζ, την κατά πολύ νεότερή της και κατά πολύ φτωχότερή της υπάλληλο σε πολυκατάστημα, που έχει όνειρο να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος, δεν είναι τόσο μια ιστορία απαγορευμένου έρωτα, όσο μια ιστορία έρωτα που οι δυο γυναίκες αποφασίζουν να πραγματώσουν παρ’ όλες τις απαγορεύσεις.

Η πολυμεταφερμένη στο σινεμά για τα αστυνομικής ραχοκοκαλιάς μυθιστορήματά της Πατρίτσια Χάισμιθ (με πιο πρόσφατο το περσινό «Τα δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου», και παλιότερα με σκηνοθέτες από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ ως τον Βιμ Βέντερς και από τον Άντονι Μιγκέλα ως τον Κλοντ Σαμπρόλ και ηθοποιούς που έχουν υποδυθεί ήρωές της -και κυρίως τον Ρίπλεϊ- από τον Αλέν Ντελόν ως τον Τζον Μάλκοβιτς κι από τον Ματ Ντέιμον ως τον Ντένις Χόπερ) έγραψε με ψευδώνυμο το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίζεται η ταινία και αν για προφανείς λόγους αυτή είναι μια ταινία που θα ήταν σκανδαλώδες να είχε γυριστεί στην εποχή της, ο Τοντ Χέινς μάς μεταφέρει στην εποχή εκείνη, όχι τόσο προσπαθώντας να μας κάνει να συναισθανθούμε το σκάνδαλο, όσο για να μας πάει εν τέλει πέρα από αυτό, σε αυτό που το ακυρώνει, σε αυτό που το κάνει να ηττάται.

Όλα θέματα επιλογών είναι. Όσο συντριπτική κι αν είναι μια επιλογή, οφείλουμε κάποια στιγμή να διαχωρίζουμε τον εξαναγκασμό από την επώδυνη επιλογή και την επώδυνη υποχώρηση. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αν για τους ετεροφυλόφιλους μπορεί να υπάρχει και ο σκύλος και η πίτα, αν ο κόσμος είναι φτιαγμένος στα μέτρα των πάσης φύσεως «κανονικών», υπάρχουν για τις μειοψηφίες και τους αδύναμους και οι επιλογές με κόστος.

Αν η Κάρολ έχει να επιλέξει ανάμεσα στο αν θα έχει την επιμέλεια του παιδιού της και αν θα ζει σύμφωνα με τη φύση της και τις ανάγκες της, ας το επιλέξει. Τι από τα δύο θα επιλέξει να θυσιάσει είναι δική της επιλογή. Άδικη, σκληρή, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, αλλά έτσι είναι.

Και ναι, οι κοινωνίες προχωράνε και οφείλουν να προχωράνε κάνοντας στην άκρη τέτοιου είδους διακρίσεις, διλήμματα και αδικίες, και ναι, οι κοινωνίες οφείλουν να προχωράνε μην θέτοντας τους ανθρώπους ενώπιον τέτοιων οριακών αποφάσεων, αλλά αυτό είναι το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης και το πολιτικό σκέλος της υπόθεσης δεν μπορεί να οδηγεί αυτονόητα στη θυματοποίηση. Προσωπικά ο καθένας διατηρεί τη δυνατότητα να κάνει τη δική του επιλογή και αυτή η επιλογή μπορεί όντως να αφήνει το μικρότερο ή μεγαλύτερο πολιτικό αποτύπωμά της στην κοινωνία.

Βλέποντας την τελευταία σκηνή του “Carol” μου ήρθε πάλι στο νου η τελευταία σκηνή του «Αστακού». Χωρίς προφανώς να πω εδώ τι συμβαίνει στο τέλος του “Carol”, νομίζω πως στα μάτια όλων των θεατών είναι σαφές αυτό που συμβαίνει. Αυτό δηλαδή που βλέπουν να συμβαίνει τους οδηγεί σε ένα μάλλον μονοσήμαντο συμπέρασμα για την τύχη των ηρωίδων και την ιστορίας. Ωστόσο το συμπέρασμα αυτό δεν δηλώνεται ρητά, το εξάγει ο θεατής διαβάζοντας έτσι τη σκηνή. Αλλά η μη αμφίσημη αυτή σκηνή δεν είναι τόσο πολύ διαφορετική από την εντελώς αμφίσημη σκηνή με την οποία τελειώνει ο «Αστακός».

Σε καμία από τις δύο ταινίες δεν δηλώνεται ξεκάθαρα η τύχη του ζευγαριού και η εξέλιξη της ιστορίας. Ο θεατής αφήνεται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, που στη μία όμως περίπτωση είναι σχεδόν δεδομένα, ενώ στην άλλη εντελώς εκκρεμή. Ποια λοιπόν η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους; Ο τρόπος που έχουμε μάθει να βλέπουμε σινεμά, ο ερμηνευτικός οπλισμός που φέρουμε. Θέλω τελικά να πω, πως αν το σύμπαν του «Αστακού» είναι εντελώς ανοικτό σε ερμηνείες και το σύμπαν της “Carol” πάρα πολύ λιγότερο, αυτό δεν γίνεται επειδή αντιδιαστέλλεται η εξήγηση με τη μη εξήγηση, αλλά επειδή η εξέλιξη της γλώσσας του σινεμά στην πορεία των δεκαετιών μάς έχει κάνει να θεωρούμε μερικά πράγματα αυτονόητα, που όμως τελικά δεν είναι. Το αμφίσημο του σήμερα, μπορεί να είναι το σαφές του αύριο.

Κανονικά το “Carol” ανήκει στην κατηγορία των ταινιών με την οποία έχω ένα βασικό πρόβλημα: δεν θέλω πηγαίνοντας σινεμά να βλέπω λίγο – πολύ αυτό που περιμένω ότι θα δω. Στο “Carol” βλέπεις ακριβώς αυτό που περιμένεις να δεις. Αλλά δεν σε πειράζει, γιατί είναι κομψοτέχνημα.

Η λεπτοβελονιά κάθε μα κάθε πλάνου, η δημιουργία ενός κόσμου με αισθητική υπογραφή και ταυτότητα Τοντ Χέινς. Η επίγνωση ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να αναδείξει έτσι το συγκεκριμένο σενάριο, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να συγχρονιστεί τόσο πολύ μαζί του, κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να βουτήξει τόσο πολύ στον κόσμο της Κάρολ και να τον κάνει δικό του.

Ο Χέινς είναι φτιαγμένος για να κάνει ταινίες σαν το “ Carol” και το “ Carol” φτιάχτηκε για να το κάνει ο Χέινς. Στο “ Carol” συνυπάρχουν δυο ιστορίες αγάπης. Αυτή της αγάπης της Κάρολ και της Τερέζ και αυτή του Χέινς για αυτό τον τύπο του σινεμά. Τον οποίο αποθεώνει.

elculture