Επικαιρότητα

Αλύτρωτες μνήμες, αλύτρωτες ζωές – από το Γιάννη Δημογιάννη

By N.

May 19, 2016

Όλοι τον αγαπούσαμε το δάσκαλο, αλλά εγώ ακόμη τον κουβαλώ μέσα μου. Όσα έχτισα σηκώθηκαν πάνω στο δικό του πάτωμα, και – πράγμα ασυνήθιστο για παιδί – το μάθημά του ήταν το καθημερινό μου καταφύγιο.

  19-5-1978, Τετάρτη Δημοτικού. Η μέρα γλίστρησε σαν άγκυρα απ’ τα χέρια μου και από τότε έδεσε για τα καλά στο βυθό της παιδικής μνήμης.

  Το ημερολόγιο πρόγραμμα έγραφε ιστορία για τη δεύτερη ώρα. Μικρό το διάλειμμα, ούτε να ιδρώσουμε δεν είχαμε προφτάσει. Μπουλούκι μπήκαμε στην τάξη, μέχρι ο καθένας να ξελαχανιάσει και να βολευτεί στη θέση του. Όταν η πόρτα έκλεισε, ο δάσκαλος διέσχισε μία, δύο φορές τις σειρές των θρανίων, αντάλλαξε τρυφερά πειράγματα με τους «συνήθεις υπόπτους», και, λίγο πριν σταματήσει στο μπροστινό μου θρανίο, ο βηματισμός του βράδυνε.

  Κάθε φορά που φυλλομετρούσαμε κάποιο βιβλίο, ένα θρόισμα ακουγόταν στην τάξη, μέχρι να καταλήξουμε στη σελίδα «προορισμού». Ο δάσκαλος συνήθιζε να αποκαλεί Ναύτες, το πλήρωμα του, και εμείς από το πρόσταγμά του κρεμόμασταν, για να ορίσουμε συντεταγμένες στο καινούργιο μας ταξίδι… Μόνο που αυτή τη μέρα, 19 Μαΐου 1978, στο πλήρωμα έλαχε κλήρος να δέσει στ’ ανοιχτά μίας μακάβριας προκυμαίας!

  Ο δάσκαλος έβγαλε από τη τσάντα του ένα βιβλίο διαφορετικό από τα συνηθισμένα, γεμάτο, όπως μας εξήγησε, από φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν ένα «Λεύκωμα» – αυτή τη λέξη χρησιμοποίησε – και αμέσως μετά ψιθύρισε : «Το Λεύκωμα των αλύτρωτων πατρίδων».

  Είχε μαρκάρει από πριν κάποιες σελίδες με κάτι χρωματιστά αυτοκόλλητα, και θυμάμαι πολύ καλά πως το χέρι του σταμάτησε στο μαύρο σημαδάκι. Αμέσως μετά στάθηκε στο κέντρο της τάξης, άνοιξε σχεδόν τελετουργικά το Λεύκωμα και, αφού το έστρεψε με ευλάβεια προς το πλήρωμα της τάξης, ακούστηκε να μας λέει με φωνή τρεμάμενη αλλά διαπεραστική: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει».

  Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα παιδικά μάτια μας, ξεπρόβαλε η σπαρακτική φωτογραφία μίας ρυτιδιασμένης και μαυροφορούσας γερόντισσας που προσπαθούσε να κανακέψει ένα μωρουδάκι, καθώς έκλαιγε, φαντάστηκα, γοερά.

  Όταν ακούστηκαν τα λόγια του δασκάλου για την «Ελλάδα που μας πληγώνει», η τάξη ολόκληρη πάγωσε στη θέα αυτής της φωτογραφίας. Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα, μαρμαρώσαμε πίσω από τα θρανία, σαν να μας διαπέρασε το μωρουδίστικο αναφιλητό. Αν κάποιος μάς κοίταζε από ψηλά, θα μοιάζαμε, λες και βυθιστήκαμε αναπάντεχα σ’ ένα πηγάδι με ανεξήγητες παιδικές απορίες.

  Ήταν λίγο μετά το Πάσχα, όταν όλοι εμείς μαζί με τις οικογένειές μας είχαμε «θρηνήσει» τα πάθη, την ταφή και την ανάσταση του Υιού του Θεού, όπως ο παπάς του κατηχητικού συνήθιζε ν’ αποκαλεί τον Χριστό. Ο δάσκαλος όμως, εκείνο το πρωινό της Άνοιξης, δεν είχε ανοίξει τις σελίδες του Ευαγγελίου, ούτε μας είχε δείξει μία εικόνα που να ιστορεί, για παράδειγμα, το φευγιό της Παναγίας, του Ιωσήφ και του νεογέννητου Ιησού από τη γενέθλια γη της Παλαιστίνης. Τότε δηλαδή που, κατά τις γραφές, ένας Άγγελος Κυρίου κατήλθε εξ ουρανών, για να λυτρώσει το Θείο Βρέφος από τη σφαγή των νηπίων και τη μανία του αλαζόνα Ηρώδη.

  Αντιθέτως, ο δάσκαλος κρατούσε ενώπιόν μας σαν ιερό κειμήλιο – προσκύνημα μνήμης νομίζω πως το ονόμασε – ένα Λεύκωμα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Κάτι σαν σύγχρονες, θαρρώ, αγιογραφίες που ιστορούσαν όχι τα Θεία Πάθη, ούτε τα μαρτύρια κάποιων Αγίων, αλλά τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού και τη γενοκτονία των Ποντίων. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις μακάβριες φωτογραφίες υπήρχε και αυτή η φωτογραφία της γιαγιάς και του μωρού που, απ’ ό,τι κατάλαβα, κανένας Άγγελος δε βρέθηκε για να τους λυτρώσει.

  Στη λεζάντα της φωτογραφίας, κάποιος ιστορικός μιλούσε προφανώς για ένα προσφυγάκι … «εικόνα πολύ συνηθισμένη κατά τις μετακινήσεις των προσφύγων (!), γιατί οι γονείς τους συχνά είχαν πεθάνει είτε στην καταστροφή της Σμύρνης είτε από τις κακουχίες στο μακρινό ταξίδι τους από τη Μικρά Ασία μέχρι την Ελλάδα». Παντού η ίδια λεζάντα να συντροφεύει τους, απανταχού της γης, ξεριζωμένους. Γιατί – όπως ακριβώς κάποιοι μύθοι θέλουν τις ψυχές των ανθρώπων να παραμένουν μετέωρες στο σύμπαν – έτσι και οι αλύτρωτες ψυχές παρέμειναν καταδικασμένες να ζουν εξόριστες από τον κήπο της Αγάπης.

  Πιστεύω πως, μάλλον, αυτόν τον παιδικό κήπο εννοούσε ο ποιητής που – όπως μας διάβασε και μας εξήγησε τότε ο δάσκαλος – είχε γράψει την άνοιξη του 1938 το ποίημα με τίτλο «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου». Ξεφυλλίζοντας, τώρα, το κιτρινισμένο μαθητικό τετράδιο της 4ης Δημοτικού, διαβάζω το απόσπασμα που είχα αντιγράψει από τον μαυροπίνακα και διακρίνω ξανά την παιδική νοσταλγία για τη «χώρα του ποτέ». Για την πατρίδα που πλάστηκε στη φαντασία και έζησε μόνο σε αυτό το παιδικό όνειρο:

« – Γυρεύω το παλιό μου σπίτι με τ’ αψηλά τα παραθύρια σκοτεινιασμένα από τον κισσό γυρεύω την αρχαία κολόνα που κοίταζε ο θαλασσινός – Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά – σιγά θα συνηθίσεις η νοσταλγία σου έχει πλάσει μία χώρα ανύπαρκτη με νόμους έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους…»

 

Μετά από εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό πέρασαν χρόνια πολλά, μέχρι να συμφιλιωθώ, έστω και ελάχιστα, με αυτόν τον στίχο: ο κήπος της Αγάπης που, τόσο συχνά, ονειρεύονται οι παιδικές ψυχές παραμένει δυστυχώς μία ελπίδα ανεκπλήρωτη, «μία χώρα ανύπαρκτη», μακριά από τα όρια και τους νόμους των ανθρώπων. Γι’ αυτό και όλοι εμείς, έχοντας απαρνηθεί αυτήν την παιδική μνήμη, περιπλανόμαστε στο βίο μας επί ματαίω, κι ας μην έτυχε να νιώσουμε τον σπαραγμό του ξεριζωμού από τις πατρογονικές εστίες.

  Στο δένδρο της γνώσης, πάντα υπήρχε μέσα μου μία ρίζα που γυρνούσε πίσω και θρεφόταν από αυτήν την παιδική ανάμνηση. Σ’ αυτήν την αέναη αναζήτηση, έμαθα κάποτε πως εκείνος ο ποιητής που μιλούσε για «την Ελλάδα που μας πληγώνει» καταγόταν και αυτός από τη Σμύρνη και μάλιστα συνήθιζε τα παιδικά του καλοκαίρια να τα περνά ανέμελα σ’ ένα ψαροχώρι, τη Σκάλα, κάνοντας παρέα με θαλασσινούς και ακούγοντας ιστορίες για γοργόνες, σχισμένα καραβόπανα και ταξίδια δίχως γυρισμό.

  Από τότε, οι ματωμένοι μύθοι τον «στοίχειωσαν», γι’ αυτό στα ποιήματά του συχνά μιλούσε για αγάλματα ακέφαλα, που και αυτά καταποντίστηκαν στο βυθό, μαζί με τις ναυαγισμένες σχεδίες του Οδυσσέα… Για αλύτρωτες ζωές, αλύτρωτες μνήμες, και όνειρα που παρέμειναν αδικαίωτα. Για έρωτες μοιραίους που στο τέλος αποδείχτηκαν προσχήματα και ματωμένα «άδεια πουκάμισα». Για εκστρατείες δόλιες και πόλεις πυρπολημένες, όπως η Τροία και αργότερα η Σμύρνη και η Τραπεζούντα. Μνήμες, πατρίδες και ανθρώπινες ζωές που ξεπουλήθηκαν σαν πραμάτειες, μαζί με τόσους άλλους λαούς, σε στημένα παζάρια και άθλια αλισβερίσια.

  Για εκείνη τη Γενοκτονία, οι απόγονοι των ξεριζωμένων μιλούν για 303.238 νεκρούς Πόντιους, ενώ κάποιοι άλλοι ανεβάζουν τα νούμερα στους 353.000. Μαζί, τώρα, με τα δικά τους κατάστιχα, οι απογραφές μιλούν για 1.221.849 Μικρασιάτες πρόσφυγες, ενώ κάποια άλλα μακάβρια τεφτέρια τούς ανεβάζουν στους 1.500.000. Με μία μόνο διαφορά.

  Αν τα νούμερα φαντάζουν ιλιγγιώδη, τότε ο πόνος παραμένει ανείπωτος, κάθε φορά που η εξουσία καταντά την Ιστορία, σ’ ένα αχόρταγο κενοτάφιο βρεφών. Γιατί κανένας νους, καμία φαντασία, κανένας ιστορικός δε θα μπορέσουν ποτέ να ιστορήσουν το κλάμα αυτού του ορφανού. Ούτε καν κανείς θα βρεθεί για να σηκώσει το βάρος αυτής της γριάς που, λίγο πριν σβήσει η φλόγα στο καντήλι της, κλήθηκε ν’ αναθρέψει το εγγονάκι της.

  Μπροστά σε τούτη την ασπρόμαυρη μνήμη, καθένας ας αναλογιστεί το μερτικό στο χρέος του.

 

 

 

Γιάννης Δημογιάννης για το Νόστιμον ήμαρ