Συνεντεύξεις

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: Δημοκρατία της Βαϊμάρης

By Γιάννης Γεράσιμος

February 16, 2020

Συνέντευξη στον Γιάννη Γεράσιμο

Ως Δημοκρατία της Βαϊμάρης αναφέρεται στο πλαίσιο της  επιστημονικής βιβλιογραφίας η ονομασία του πολιτεύματος της Γερμανίας από το 1919 έως την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ το 1933. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης υπήρξε ιστορικά το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα της Γερμανίας και μια ιστορική περίοδος σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων και προοδευτικών θεσμικών τομών. Υπήρξε όμως παράλληλα και μια ιστορική περίοδος οικονομικών και πολιτικών κρίσεων και σφοδρών θεωρητικών αντιπαραθέσεων που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμα της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία οδηγώντας μέσω της κατάρρευσης της στην πολιτική επικράτηση του Χίτλερ. Για το λόγο αυτό η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει καταστεί αντικείμενο εκτεταμένης έρευνας στο πλαίσιο της διεθνούς επιστημονικής βιβλιογραφίας (βλέπε π,χ το έργο του Χάινριχ Βίνκλερ: «Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918- 1933»). Στην Ελλάδα η πρώτη ολοκληρωμένη και συστηματική μελέτη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης πραγματοποιήθηκε από τον Αλέξανδρο Κεσσόπουλο, επίκουρο καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης, στο βιβλίο του «Η αυτοκτονία του δήμου: πολιτική κρίση και συνταγματικός λόγος στη Βαϊμάρη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία. Στο πλαίσιο αυτό πήραμε συνέντευξη από τον Αλέξανδρο Κεσσόπουλο για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τις ιστορικές κατακτήσεις της, την κατάρρευσή της και για τα διδάγματά της για το σήμερα.

 

  1. Στο βιβλίο σας «Η αυτοκτονία του Δήμου» προβαίνετε σε μια συστηματική μελέτη της ιστορικής περιόδου της Δημοκρατίας της Βαιμάρης και των βαθύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αιτίων που οδήγησαν στην κατάρρευσή της. Ποιά ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορικής αυτής περιόδου και ποιά υπήρξαν τα κυριότερα ιστορικά επιτεύγματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης;

Στη σύντομη ιστορία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933) μπορεί να διακρίνει κανείς δύο κρίσιμες «στιγμές». Η πρώτη, αυτή του δημοκρατικού τοκετού, έχει ως σημείο αφετηρίας την Επανάσταση του Νοέμβρη, η οποία αποτέλεσε τέκνο της οργής του γερμανικού λαού για τα δεινά του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την κατεστραμμένη οικονομία, την εκτεταμένη φτώχεια, αλλά και την απροθυμία του γερμανικού κράτους να αποδεχθεί το αναπόφευκτο της συνθηκολόγησης, προκειμένου να τερματισθούν οι εχθροπραξίες. Επακόλουθα του λαϊκού ξεσηκωμού υπήρξαν η συγκρότηση εργατικών και στρατιωτικών σοβιέτ σε πολλές γερμανικές πόλεις, η κατάλυση του θεσμού της μοναρχίας και η προσωρινή ανάληψη της εξουσίας από τις δύο συνιστώσες της σοσιαλδημοκρατίας, την επαναστατική και τη μεταρρυθμιστική. Στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού επικράτησαν τελικά οι μεταρρυθμιστές σοσιαλδημοκράτες υπό τον Friedrich Ebert, οι οποίοι αποφάσισαν να επιχειρήσουν τη σύζευξη της δημοκρατίας με τον σοσιαλισμό. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται η ψήφιση του Συντάγματος της Βαϊμάρης, τον Αύγουστο του 1919, το οποίο, μεταξύ άλλων προέβλεπε την κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων, τη δυνατότητα περιορισμού του θεσμού της ιδιοκτησίας για κοινωνικούς σκοπούς, το αναλογικό εκλογικό σύστημα και την καθιέρωση της γυναικείας ψήφου.

Η δεύτερη κομβική στιγμή της Βαϊμάρης ήταν αυτή της κρίσης. Στις αρχές της δεκαετίες του ’30, λίγους μήνες μετά το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, το γερμανικό πολιτικό σύστημα κλήθηκε να διαχειρισθεί μια οικονομική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η απόφασή της Κυβέρνησης και του Προέδρου του Ράιχ να επιβάλουν ένα πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, και μάλιστα κατά παράκαμψη της Βουλής και των κομμάτων, έμελλε να θέσει σε κίνηση μια διαδικασία διάρρηξης των δεσμών αντιπροσώπευσης ανάμεσα στα δημοκρατικά κόμματα και τη γερμανική κοινωνία.

 

  1. Σχετικά πρόσφατα κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος ανέφερε ότι στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οδήγησε η κυβερνητική αστάθεια που προκάλεσε η εφαρμογή του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Κατά την άποψή σας ήταν πράγματι η εφαρμογή της απλής αναλογικής ο καθοριστικός παράγοντας για την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης;

Η κριτική που συνήθως ασκείται στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, εστιάζει στην πρόκληση πολιτικής αστάθειας και, ειδικότερα, στην αδυναμία των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους. Στα χρόνια της κρίσης, όμως, κατά τον γερμανικό μεσοπόλεμο συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας αποφάσισαν να στηρίξουν την εφαρμογή του προγράμματος λιτότητας όχι στη θετική ψήφο της Βουλής, αλλά σε μια σειρά έκτακτων διαταγμάτων που θα συντάσσονταν από την κυβέρνηση Brüning και θα εκδίδονταν από τον Πρόεδρο, Paul von Hindenburg. Άρα, η αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος δεν υπήρξε συνέπεια της αδυναμίας της κυβέρνησης να διαχειρισθεί την κρίση, αλλά, αντιθέτως, της δυνατότητάς της να επιβάλει τις αποφάσεις της, χωρίς ουσιαστικά να λογοδοτεί στη λαϊκή αντιπροσωπεία. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της Βαϊμάρης δεν μπορεί να γίνει λόγος για ισχυρή Βουλή και αδύναμη κυβέρνηση, όπως συμβαίνει συνήθως σε περιπτώσεις εφαρμογής της απλής αναλογικής, αλλά για το ακριβώς αντίστροφο.

Γιατί συνέβη κάτι τέτοιο; Επειδή μια σειρά συνταγματικών διατάξεων δεν τηρήθηκαν, αλλά καταστρατηγήθηκαν την περίοδο της κρίσης. Όπως εύστοχα έγραψε ο Καρλ Σμιτ, σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης το κράτος έχει την τάση να απαλλάσσεται από τα δεσμά του δικαίου. Αυτό ακριβώς φρόντισε να κάνει το γερμανικό κράτος στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν κλήθηκε να αποφασίσει με ποιον τρόπο θα έπρεπε να κατανεμηθούν τα βάρη της κρίσης. Στηρίχθηκε στο δίκαιο της ανάγκης με τρόπο που αλλοίωνε τους σχετικούς συνταγματικούς κανόνες, παρέκαμψε τη Βουλή, συρρίκνωσε τον ρόλο των πολιτικών κομμάτων και, συνεπώς, εφάρμοσε ως θεόπνευστο δόγμα τη συνταγή της λιτότητας.

 

  1. Στο βιβλίο σας «Η αυτοκτονία του Δήμου» αποδίδετε ιδιαίτερη σημασία στον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας εκείνης της ιστορικής περιόδου την οικονομική ύφεση και στην εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης. Ποιός ήταν ο ρόλος της εφαρμογής του δικαίου της ανάγκης στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαιμάρης και ποιά η ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων της περιόδου και ιδίως της σοσιαλδημοκρατίας σε αυτή την εξέλιξη;

Το δίκαιο της ανάγκης εμπεριέχει διατάξεις που πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε καταστάσεις εξαίρεσης, δηλαδή πολύ σπάνια. Πιο συγκεκριμένα, ο σχετικός κανόνας του Συντάγματος της Βαϊμάρης (άρθρο 48) προέβλεπε ότι ο Πρόεδρος μπορεί να λαμβάνει έκτακτα μέτρα σε περιόδους σοβαρής διατάραξης ή διακινδύνευσης της δημόσιας ασφάλειας και τάξης. Με άλλα λόγια, το γερμανικό δίκαιο της ανάγκης εκχωρούσε την αρμοδιότητα στον Πρόεδρο να λειτουργεί ως οιονεί δικτάτορας σε συνθήκες διασάλευσης της κοινωνικής ειρήνης, προκειμένου να επιβάλει τα αναγκαία μέτρα αστυνομικού χαρακτήρα. Αυτό, όμως, που σε καμία περίπτωση δεν προέβλεπε το άρθρο 48, ήταν η αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας να το επικαλείται σε περιπτώσεις οικονομικής κρίσης, και μάλιστα με σκοπό να συρρικνώσει τον θεσμικό ρόλο της Βουλής και να ιδιοποιηθεί την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι το άρθρο 48 εμπεριείχε μια ασφαλιστική δικλείδα. Έδινε, δηλαδή, τη δυνατότητα στη Βουλή να επιβάλει με απόφαση της πλειοψηφίας την ανάκληση των έκτακτων διαταγμάτων του Προέδρου. Κατά την κρίσιμη περίοδο, μάλιστα, 1930-1932, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μπορούσαν να ζητήσουν την ακύρωση των έκτακτων μέτρων λιτότητας, από τη στιγμή που ο Καγκελάριος Brüning είχε σχηματίσει μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν κατέστη στην πράξη εφικτό, καθώς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) αποφάσισε να δώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία, οι σοσιαλδημοκράτες δεν θα υπερψήφιζαν μεν τα νομοσχέδια της κυβέρνησης στη Βουλή, αλλά θα της έδιναν τη δυνατότητα να εφαρμόσει το πρόγραμμά της βάσει του δικαίου της ανάγκης, καθώς δεν θα συνέπρατταν με τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης στις ψηφοφορίες για την ανάκληση των έκτακτων μέτρων. Συνέπεια αυτής της πολιτικής απόφασης ήταν να ταυτισθεί το SPD στη συνείδηση του γερμανικού λαού με το πρόγραμμα της λιτότητας και, άρα, με την ευθύνη για τη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού του επιπέδου.

 

  1. Από πλευράς συνταγματικού δικαίου αποδίδεται συχνά ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική και συνταγματική αντιπαράθεση δύο σπουδαίων συνταγματολόγων της εποχής, του Carl Schmitt και του Hans Kelsen (με τις αντίστοιχες θεωρίες τους περί αποφασιοκρατίας και καθαρής θεωρίας του δικαίου). Εκτός όμως από τον Carl Schmitt και τον Hans Kelsen ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η συνταγματική θεωρία περί κράτους του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Herman Heller που είχε κάνει λόγο για μια μορφή «φιλελεύθερου (οικονομικού) αυταρχισμού» και περί κοινωνικού κράτους δικαίου (sozialer Rechtstaat) αποζητώντας την ουσιαστική δημοκρατική και κοινωνική νομιμοποίηση της νομιμότητας. Πώς εντάσσεται αυτή η συνταγματική και θεωρητική αντιπαράθεση στο ιστορικό πλαίσιο εκείνης της περιόδου;

Η έννοια-κλειδί, που μπορεί να βοηθήσει ακόμη και τον μη ειδικό να αντιληφθεί τις διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις των τριών κορυφαίων Γερμανών νομικών του μεσοπολέμου, είναι αυτή του «λαού». Για τον μεν πολέμιο του κοινοβουλευτισμού Schmitt ο λαός αποτελεί ένα ομοιογενές και πολιτικά ενιαίο σύνολο, ενώ για τους σοσιαλδημοκράτες Kelsen και Heller ο λαός συνιστά ένα ετερογενές σύνολο, το οποίο διαπερνάται από μια σειρά ταξικών και ιδεολογικών αντιθέσεων. Η διαφορετική αυτή πρόσληψη της έννοιας του λαού απολήγει και σε μια διαφορετική αντιμετώπιση των πολιτικών κομμάτων, ιδίως στη συγκυρία της κρίσης. Από τη μία πλευρά ο Schmitt αντιμετωπίζει τα κόμματα απολύτως εχθρικά, καθώς θεωρεί ότι η δράση τους υπονομεύει την πολιτική ενότητα του λαού, ενώ από την άλλη οι Kelsen και Heller τους αποδίδουν πρωταρχικό ρόλο στη διαδικασία ουσιαστικής πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας. Υπό το πρίσμα αυτών των εισαγωγικών σκέψεων, γίνεται πιο εύκολα κατανοητή τόσο η νομική θεωρία καθενός από τους τρεις όσο και η στάση που τήρησαν κατά την περίοδο της συνταγματικής κρίσης. Επιγραμματικά, ο Schmitt τάχθηκε υπέρ της συγκέντρωσης υπερεξουσιών στα χέρια του άμεσα εκλεγόμενου Προέδρου, ούτως ώστε αυτός αφενός να λαμβάνει όλες τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της κατάστασης εξαίρεσης και αφετέρου να ενσαρκώνει, ως μονοπρόσωπο όργανο, την πολιτική ενότητα του λαού. Στον αντίποδα, ο Kelsen υποστήριξε ότι το Σύνταγμα, δηλαδή το Δίκαιο, δεν μπορεί να υποχωρεί σε συνθήκες κρίσης προς όφελος των σκοπιμοτήτων της κρατικής εξουσίας, ενώ ο Heller διατύπωσε τη θέση ότι η κοινωνική ομοιογένεια, ως αναγκαία προϋπόθεση της πολιτικής σταθερότητας, επιτάσσει την εφαρμογή ενός πολιτικού προγράμματος που θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Συμπερασματικά, οι δύο τελευταίοι άσκησαν οξεία κριτική στην αποφασιοκρατία του Schmitt, αλλά από διαφορετική σκοπιά. Ο μεν Kelsen, πιο φορμαλιστής, από τη σκοπιά του κράτους δικαίου, ενώ ο Heller, πιο πολιτικός, προέταξε την αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

  1. Η σύγχρονη ιστορική περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσφατη οικονομική κρίση στις χώρες του ευρωπαικού νότου, που βιώσαμε ιδιαίτερα έντονα και στην Ελλάδα με τις κοινωνικές συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε και από την άνοδο των δυνάμεων της ακροδεξιάς στην Ευρώπη (στην Ελλάδα ένα ναζιστικό μόρφωμα ήταν μέχρι και πρόσφατα στο ελληνικό κοινοβούλιο). Τα γεγονότα αυτά φέρνουν στο νου την ιστορική εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαιμάρης. Θεωρείτε ότι υπάρχουν πράγματι αντιστοιχίες μεταξύ του τότε και του σήμερα;

Χωρίς να ισχυρίζεται κάποιος ότι οι δύο συγκυρίες παρουσιάζουν ευρύτερες αντιστοιχίες, δεδομένου, άλλωστε, ότι οι διαφορές είναι μεγάλες τόσο στο κοινωνιολογικό επίπεδο όσο και σε αυτό των διεθνών σχέσεων, εντούτοις μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιες αναλογίες στον τρόπο που η οικονομική κρίση μετασχηματίσθηκε σε πολιτική και θεσμική. Πρώτον, και στις δύο περιπτώσεις ο τρόπος κατανομής των βαρών της κρίσης υπαγορεύθηκε από τη λογική της λιτότητας, η οποία έπληξε κυρίως την εργατική και τη μικροαστική τάξη. Δεύτερον, τόσο στη μεσοπολεμική Γερμανία όσο και στις μέρες μας καταγράφηκε μια συρρίκνωση του θεσμικού ρόλου της Βουλής και των κομμάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας, που επιτεύχθηκε μέσω της καταστρατήγησης συνταγματικών κανόνων, είχε ως σκοπό, όχι μόνο τότε, αλλά και στις μέρες μας μέσω της συστηματικής έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, να αφυδατώσει την πλουραλιστική λειτουργία του πολιτεύματος, ούτως ώστε να διευκολύνει την επιβολή συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Τρίτον, και στις δύο περιπτώσεις η σοσιαλδημοκρατία επέλεξε να στηρίξει, είτε έμμεσα είτε άμεσα, την πολιτική της λιτότητας, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε βαριές πολιτικές και εκλογικές ήττες. Από την άλλη πλευρά, αν εστιάσει κάποιος την προσοχή του στις βασικές αιτίες που οδήγησαν τα παραδοσιακά κόμματα σε κατάρρευση στις δύο ιστορικές συγκυρίες, θα εντοπίσει δύο επιπλέον αναλογίες. Πρόκειται αφενός για το υλικό στοιχείο της κρίσης, δηλαδή τη ραγδαία επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνικής πλειοψηφίας, και αφετέρου το διαδικαστικό στοιχείο, δηλαδή τη θεσμική της διαχείριση από την πολιτική εξουσία με τρόπο που απαξίωσε τον ρόλο των κομμάτων και, συνεπώς, οδήγησε στη διάρρηξη των δεσμών αντιπροσώπευσης μεταξύ πολιτικού συστήματος και κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να τονισθεί ότι η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη δομή της οικονομίας και οι καταναγκασμοί που είχε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα ως χρεωκοπημένο κράτος από το 2010 και μετά, άφηναν σαφώς μικρότερη ευχέρεια χειρισμών στο ελληνικό πολιτικό σύστημα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διεθνείς δεσμεύσεις της ηττημένης στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας. Με άλλα λόγια, η πολιτική της άγριας λιτότητας αποτέλεσε περισσότερο μια έξωθεν επιβολή στις μέρες μας σε σύγκριση με τη μεσοπολεμική Γερμανία, οπότε οι διεθνείς πιστωτές τήρησαν, ιδίως στα χρόνια της κρίσης, μια περισσότερο επιεική στάση.

 

  1. Δεδομένου ότι η πολιτική στάση της σοσιαλδημοκρατίας και η αδυναμία της να υποστηρίξει εμπράκτως μια άλλη πολιτική υπέρ των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων συνέβαλε στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ποια διδάγματα θα έπρεπε κατά τη γνώμη σας οι αριστερές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις να αντλήσουν σήμερα για την ανάσχεση της ανόδου της ακροδεξιάς και για μια κοινωνικά βιώσιμη διέξοδο από τη διεθνή οικονομική ύφεση;

Η απόφαση του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να στηρίξει επί δύο χρόνια (1930-1932) την αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης Brüning είχε ένα διπλό πολιτικό επακόλουθο. Το έλασσον ήταν ότι διερράγησαν οι δεσμοί του SPD με την παραδοσιακή εκλογική του βάση, ενώ το μείζον αφορούσε την απώλεια για το γερμανικό πολιτικό σύστημα της τελευταίας δημοκρατικής του εναλλακτικής. Ελλείψει ακριβώς μιας τέτοιας εναλλακτικής, ο Αδόλφος Χίτλερ κατόρθωσε να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη λαϊκή αγανάκτηση και τελικά να συγκεντρώσει το ιλιγγιώδες 37,3% τον Ιούλιο του 1932.

Στο πλαίσιο της σύγχρονης κρίσης θεωρώ πως δεν έχει αξιολογηθεί επαρκώς ο κίνδυνος, στον οποίο θα περιερχόταν το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εάν δεν είχε αντιπροσωπευθεί από μια δημοκρατική δύναμη η λαϊκή αγανάκτηση για την άγρια λιτότητα. Για να γίνει πιο σαφές το επιχείρημα, νομίζω πως αξίζει να εστιάσει κανείς στα εκλογικά ποσοστά του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και του ΣΥΡΙΖΑ, πριν και κατά τη διάρκεια των δύο οικονομικών κρίσεων. Το NSDAP συγκέντρωσε 2,6% το 1928 (πριν το ξέσπασμα της κρίσης), 18,2% το 1930 και 37,3% το 1932. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ένα παγιωμένο ποσοστό γύρω στο 4% πριν την κρίση, ενώ έλαβε 16,8% τον Μάιο του 2012 και 36,3% τον Ιανουάριο του 2015. Δεν χρειάζεται να επεκταθεί κανείς στα ποιοτικά στοιχεία αυτής της σύγκρισης. Τα νούμερα μάλλον αρκούν για να γίνουν αντιληπτά δύο πράγματα. Αφενός ότι στην Ελλάδα είχαμε έναν εκλογικό σεισμό αντίστοιχο αυτού της μεσοπολεμικής Γερμανίας και αφετέρου ότι η κατάσταση θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, εάν στη συγκυρία της όξυνσης της κρίσης και της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ είχε ηγεμονεύσει, ως αντισυστημική δύναμη, κάποιο κόμμα της άκρας δεξιάς.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον, θεωρώ ότι η συγκυρία σε διεθνές επίπεδο είναι μάλλον δυσοίωνη. Από τη στιγμή που τα παραδοσιακά κόμματα, σοσιαλδημοκρατικά και συντηρητικά, είναι σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένα στη συνείδηση των πολιτών με τη λιτότητα και την εργασιακή ανασφάλεια, αυτοί μοιραία στρέφονται, όλο και πιο μαζικά, προς τις δυνάμεις είτε της ριζοσπαστικής Αριστεράς είτε της εθνικιστικής Δεξιάς. Στο πλαίσιο αυτού του νέου ανταγωνισμού η Αριστερά έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικές δυσκολίες. Η πρώτη έχει να κάνει με τη διαχείριση της πληροφορίας και τη χειραγώγηση της μαζικής ενημέρωσης από τους μιντιακούς κολοσσούς, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια παραβιάζουν όλο και πιο απροκάλυπτα κάθε έννοια δεοντολογίας. Η δεύτερη, και ίσως μεγαλύτερη, δυσκολία εντοπίζεται στη σχετικά εύκολη εξοικείωση των πολιτών με τα ερμηνευτικά σχήματα της άκρας Δεξιάς. Στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνιών, όπου οι ιδέες του μισαλλόδοξου πατριωτισμού, της πολιτισμικής ανωτερότητας και του θρησκευτικού φανατισμού  αναπαράγονται από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (εκπαίδευση, οικογένεια, ΜΜΕ), η Αριστερά οφείλει να καταβάλλει πολλαπλάσια προσπάθεια, προκειμένου να πείσει ότι η ανέχεια και ο φόβος δεν γεννιούνται ούτε από την παρουσία του πρόσφυγα ούτε από την κουλτούρα του Ισλάμ. Με άλλα λόγια, είναι μάλλον δύσκολο να καταστεί ηγεμονική η άποψη ότι τα κοινωνικά φαινόμενα ερμηνεύονται, κατ’ αρχήν, υπό το πρίσμα του ταξικού ανταγωνισμού, εφόσον οι πολίτες έχουν μάθει από την παιδική τους ηλικία να οργανώνουν τη σκέψη τους με γνώμονα συγκεκριμένα δίπολα, είτε εθνικού (ομοεθνής/ξένος) είτε ηθικού (έντιμος/διεφθαρμένος) χαρακτήρα.

Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα της νεοφιλελεύθερης αγριότητας, που συνεπάγεται την αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας και την όξυνση των ανισοτήτων, φαίνεται ότι έχει καταστήσει πάλι επίκαιρο το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Κατά συνέπεια, παρά τα σχετικά κηρύγματα για το τέλος της ιστορίας, το βιβλίο αυτό δεν έχει κλείσει. Οι λαοί κρατούν πάντα στα χέρια τους το μολύβι και γράφουν τις νέες σελίδες.