Του Παναγιώτη Μένεγου
Oπως κι εσείς, έχω κι εγώ τη χειρότερη γνώμη για τους έλληνες ταξιτζήδες. Κι ας το ξέρω πολύ καλά, ως δημοσιογράφος, ότι με τέτοιους αφορισμούς καίγονται δίκαια τα ξερά και μαζί τους άδικα τα χλωρά. Έχω τη χειρότερη γνώμη γιατί ένας από αυτούς πριν ένα μήνα έκλεψε στα ρέστα δυο Ιταλούς φίλους μου προσποιούμενος ότι του έδωσαν 20ρικο αντί για 50ρικο, γιατί ένας άλλος μου έκανε τον δύσκολο όταν του είπα να βγάλει τη διπλή ταρίφα γιατί είχε πάει 6 το πρωί σε διαδρομή από το λιμάνι του Πειραιά πέρυσι το καλοκαίρι, γιατί ένας τρίτος πριν κάποια χρόνια πήγαινε στην παραλιακή με 180 ενώ εμείς δεν τον είχαμε προσλάβει για ραλίστα, γιατί πολλοί κατά καιρούς καπνίζουν μέσα στα μούτρα μου, γιατί τα αυτοκίνητά τους συχνά είναι μουσεία βρώμας, για την κυκλοφοριακή συμφόρηση και την ταλαιπωρία που προκαλούν στο Σύνταγμα ή την Ερμού στήνοντας με τον τσαμπουκά αυτοσχέδιες πιάτσες, γιατί από μικρό παιδί θυμάμαι να προσπαθούν να με φάνε στα ρέστα, γιατί όταν σχολίασα στο ραδιόφωνο τον τραμπουκισμό του οδηγού της Uber πριν λίγο καιρό στο Σύνταγμα σπάσανε τα τηλέφωνα με τους πιο ξαναμμένους να στέλνουν φιλοφρονήσεις στη μαμά μου και τον πιο ευγενικό να με ρωτάει με νοήμα «δηλαδή θες να κυκλοφορήσει τι λέτε και να μη σας ξανακούσει κανείς μας;». Για όλα αυτά τα περιστατικά, και για πολλά ακόμα συν το απροκάλυπτο πολιτικό νταβατζιλίκι του ηγέτη τους Θύμιου Λυμπερόπουλου, σχεδόν εμμονοληπτικά δεν παίρνω ταξί πια αν μετά δεν μπορώ να αξιολογήσω τη διαδρομή. Η αξιολόγηση είναι άλλωστε αυτή που έφερε την κοσμογονική αλλαγή τα τελευταία χρόνια στην ποιότητα των μετακινήσεων μέσα από τις εφαρμογές που την υποστήριξαν.
Έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές Uber, την υπηρεσία UberX συγκεκριμένα, με αποκλειστικό κριτήριο να εκμεταλλευτώ τις προσφορές που βγαίνουν συχνά σε συνδυασμό με κάρτες ή να πληρώσω ένα δεκάρικο λιγότερο πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο. Οι ιδιώτες οδηγοί είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους πολύ ευγενικοί, κερδίζουν κιόλας τη συμπάθεια όταν σου μιλάνε για τις ενέδρες που τους στήνουν οι κανονικοί ταξιτζήδες (μερικών «σωφρονιστικών ψιλών» συμπεριλαμβανομένων), αλλά για να είμαστε ειλικρινείς στο μέσο όρο τους είναι μάλλον μέτριοι οδηγοί με τουλάχιστον μέτρια γνώση των αθηναϊκών δρόμων (σε μία, μία και μοναδική το τονίζω, μεμονωμένη περίπτωση πέτυχα και τον 18χρονο που δεν ήξερε να πάει στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και καταλήξαμε, με ευθύνη και της δικής μου υπνηλίας, να κάνουμε σαφάρι στα χωράφια των Σπατών).