Τέχνη & Πολιτισμός

3 Νουάρ μυθιστορήματα για τη βαλίτσα των διακοπών

By N.

August 03, 2017

Του Πάνου Μουντούρη

Ας ξεκινήσουμε με μια διαπίστωση. Δεν υπάρχουν βιβλία για το καλοκαίρι. Η λογοτεχνία δε γνωρίζει από εποχές. Ο μυθιστοριογράφος σπανίως διαθέτει μια τέτοια αίσθηση όταν αρχίζει να γράφει ένα έργο. Γράφει προκειμένου να γνωρίσει, να μάθει, να βιώσει πιο βαθιά όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά κυρίως, να μπει στη ζωή του άλλου, του ήρωά του και στη χρονική στιγμή που τον τοποθετεί μέσα στο έργο του. Άπαξ και το βιβλίο φύγει από τα χέρια του δημιουργού παραδίδεται στο αναγνωστικό κοινό ως δωρεά, ως μαρτυρία.

Από την άλλη πλευρά, αυτή του αναγνωστικού κοινού, δεν περιμένει τις διακοπές του Αυγούστου για να διαβάσει. Διαβάζει όλο το χρόνο. Απλά οι ημέρες μακριά από τις εργασιακές υποχρεώσεις, η ραστώνη της θερινής μεσημεριανής ανάπαυσης, η ατμόσφαιρα του νησιού λίγο πριν δύσει ο ήλιος δημιουργούν την ιδανική ατμόσφαιρα  για έναν υγιή εθισμό: την ανάγνωση ενός καλού νουάρ μυθιστορήματος.

Με φόντο το θάνατο ενός Άραβα και μιας νεαρής Γαλλίδας σε μια πολυσύχναστη παραλία στο Αλγέρι ο συγγραφέας, σεναριογράφος  και ψυχαναλυτής Maurice Attia σκηνογραφεί ένα πολιτικό νουάρ μυθιστόρημα στο οποίο τα λογοτεχνικά του κοιτάσματα τα αντλεί τόσο από τις πολιτικές αναταράξεις όσο και από τα ανθρώπινα ένστικτα. Εμφύλιος πόλεμος και έρωτας. Στον ένα πόλο του βιβλίου ακτινοβολεί η εξιχνίαση ενός αποτρόπαιου φόνου, υπόθεση την οποία αναλαμβάνει ο επιθεωρητής Πάκο Μαρτίνεθ, γιος Ισπανού αναρχικού, ο οποίος δεν τάσσεται με καμία πολιτική και παρακρατική οργάνωση, ενώ στον άλλο πόλο  και, μέσα από την ιδιότητα του ψυχαναλυτή, ο συγγραφέας ενορχηστρώνει τα βαθύτερα ένστικτα που βγαίνουν στην επιφάνεια εν μέσω κρίσιμων ιστορικών περιόδων. Ίσως ένα από τα πιο υποβλητικά νουάρ, ένα ωκεάνιο λογοτεχνικό μυθιστόρημα, βαθύ και μεταβαλλόμενο,  που θα οδηγήσει  τον αναγνώστη στην ολοκλήρωση της τριλογίας με την “Κόκκινη Μασσαλία” και το “Παρίσι μπλουζ” πάλι από τις εκδόσεις Πόλις.

Η άνοδος του φασισμού επέβαλε ένα σκοτεινό πέπλο και κάλυψε την ευρωπαϊκή ήπειρο με όλα εκείνα τα στοιχεία που συναντάει κανείς  σε ένα κλασικό νουάρ, το οργανωμένο έγκλημα, το σκοτάδι, τη δολιοφθορά, την πλοκή και την ίντριγκα. Όλα αυτά τα στοιχεία ανακατεύονται και μπερδεύονται στο βιβλίο “Εγκλημα στη Βουδαπέστη”. Βρισκόμαστε στην Ουγγαρία η οποία φλερτάρει με το ναζισμό. Ο θάνατος του ακροδεξιού πρωθυπουργού Γκιούλα Γκέμπες βρίσκει τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της χώρας σε αδιέξοδο. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι αλλά και περιθωριακές οργανώσεις  τάσσονται με το πλευρό του Χίτλερ και ευελπιστούν ότι η άνοδος του ναζισμού θα μεταφραστεί σε οικονομικά και πολιτικά κέρδη. Όπως σε όλα τα κλασικά νουάρ δεν θα μπορούσε να λείπει, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η σκηνή του εγκλήματος, ένας αποτρόπαιος φόνος, που ενώ εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος σε μια χώρα η οποία βρίσκεται σε πολιτική κρίση, η εβραϊκή καταγωγή και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας του θύματος, αποτελούν τις ψηφίδες ενός πολιτικού και κοινωνικού ψηφιδωτού η ολοκλήρωση του οποίου αποκαλύπτει μια ολόκληρη διεφθαρμένη χώρα.

Το έγκλημα είναι ομολογουμένως το βασικό στοιχείο σε ένα νουάρ μυθιστόρημα. Η πλοκή, οι πρωταγωνιστές, ο θύτης και τα θύματα της υπόθεσης, η ιστορική και κοινωνική περίοδος στην οποία αναφέρεται το βιβλίο,  τα κίνητρα,  όλα περιστρέφονται σαν ηλιακό σύστημα με άξονα το έγκλημα. Για το George Simenon  όμως δεν είναι πάντα έτσι. Στο βιβλίο “Στριπτήζ” το έγκλημα βρίσκεται στην ατμόσφαιρα χωρίς όμως να διαπράττεται μέχρι τη τελευταία σελίδα. Αυτό είναι που μετατρέπει το βιβλίο σε μια λογοτεχνική καθίζηση και οδηγεί τον αναγνώστη μέχρι τα ψυχικά θεμέλια των πρωταγωνιστών. Όπως σε μια μεγάλη επιχείρηση ανάμεσα στα κίνητρα των εργαζομένων υπάρχει η ανάγκη για εξέλιξη και ανέλιξη, οι φιλοδοξίες και η ματαίωση της απόρριψης, η απειλή της θέσης από κάποιον νεότερο και ίσως καλύτερο, οι φιλίες ή οι ζηλοτυπίες, αλλά, και οι ερωτικές επιθυμίες για τα “αφεντικά”  έτσι και στα υπόγεια, σκοτεινά καμπαρέ της Γαλλικής Ριβιέρας συναντάμε επαγγελματίες χορεύτριες να “γδύνονται” όχι τόσο σωματικά αλλά ψυχικά. Το βιβλίο θέτει σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη. Το αισθησιακό  ασπρόμαυρο εξώφυλλο, η μυρωδιά από τσιγάρο και ιδρώτα σε ένα  υπόγειο καμπαρέ των Καννών, η γεύση της σαμπάνιας να ρέει άφθονη, οι μουσικές της εποχής οι οποίες συνοδεύουν το λίκνισμα των επαγγελματιών, αλλά και το άγγιγμα των βαθύτερων συναισθημάτων που φέρνει στην επιφάνεια η λογοτεχνική μαεστρία του George Simenon.