Ιστορία

26 Μαΐου του 1947 ανοίγει το νησί του μαρτυρίου της Μακρονήσου

By N.

May 26, 2018

Σαν σήμερα η Μακρόνησος άνοιξε τις πύλες της στις 26 Μάη 1947, όταν άρχισαν να μεταφέρονται εκεί, από άλλες στρατιωτικές μονάδες, οι πρώτοι «επικίνδυνοι» στρατιώτες.

Σιγά σιγά δημιουργήθηκαν τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α’ ΕΤΟ, Β’ ΕΤΟ και Γ’ ΕΤΟ) ενώ οι ύποπτοι για το καθεστώς έφεδροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σχημάτισαν ξεχωριστό τάγμα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν εκεί και οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) όπου κρατούνταν οι υπόδικοι στρατοδικείων, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ καθώς και οι αξιωματικοί που έλαβαν μέρος στο κίνημα της Μέσης Ανατολής. Βαθμηδόν η Μακρόνησος έγινε το υπ’ αριθμόν 1 κέντρο μέσα από το οποίο το μοναρχοφασιστικό καθεστώς επιχειρούσε με πρωτοφανή βασανιστήρια να σπάσει το ηθικό των δεσμωτών αγωνιστών, να τους επιβάλει να αποκηρύξουν το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τις άλλες οργανώσεις της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και φυσικά το ΚΚΕ, να τους μετατρέψει, εφόσον ήταν δυνατόν, σε πειθήνια όργανά του ή να τους εξοντώσει ηθικά και σωματικά. Από τον Ιούλη του 1948 άρχισαν να μεταφέρονται στη Μακρόνησο και πολιτικοί εξόριστοι που κρατούνταν στα νησιά του Αιγαίου. Εστάλησαν εκεί ακόμη και έφηβοι, ανήλικοι, τρόφιμοι αναμορφωτηρίων όπως αυτού της Κηφισιάς. Λίγο αργότερα το νησί έγινε τόπος συγκέντρωσης και για τις εξόριστες γυναίκες.

Η πρώτη είδηση για το άνοιγμα της Μακρονήσου δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 4 Ιούνη 1947, με τίτλο «Εξόριστοι Φαντάροι». Ηταν μια σύντομη είδηση που αξίζει να την παραθέσουμε ολόκληρη:

«Οικογένειες δημοκρατικών στρατιωτών, που μεταφέρθηκαν από το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης του Πόρτο Ράφτη στο βράχο που λέγεται Μακρονήσι , πήραν από κει δραματικές εκκλήσεις των παιδιών τους. Οι φαντάροι ζητούν να τους στείλουν έστω και λίγη σταφίδα ή λίγο ψωμί. Αυτό δείχνει πως εκτός από τα άλλα κινδυνεύουν άμεσα από την πείνα. Θα φτάσει στο σημείο η κυβέρνηση του αίματος να εξοντώσει με την πείνα ομαδικά εκατοντάδες στρατευμένα παιδιά του λαού; Ο υπουργός των Στρατιωτικών που ευθύνεται ιδιαίτερα για τη ζωή των εξορίστων στρατιωτών έχει υποχρέωση να διατάξει ανακρίσεις για το καθεστώς που έχει επιβληθεί στο Μακρονήσι ».

Είκοσι μέρες μετά τη δημοσίευση της παραπάνω είδησης, στις 25 Ιούνη, πάλι από τις στήλες του «Ριζοσπάστη», δημοσιεύτηκε επιστολή φαντάρων της Μακρονήσου οι οποίοι περιέγραφαν πώς μεταφέρθηκαν στο κάτεργο, τα μαρτύριά που υπέστησαν εκεί, το καθεστώς τρομοκρατίας που επικρατούσε. Στο δημοσίευμα συμπεριλαμβανόταν επίσης το κείμενο της δήλωσης μετανοίας, που το καθεστώς ζητούσε να υπογράψουν οι εξόριστοι στρατευμένοι. Παραθέτουμε ολόκληρο το δημοσίευμα της 25/6/1947 του «Ριζοσπάστη» γιατί θεωρούμε ότι αποτελεί πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο:

«Αγαπητέ Ριζοσπάστη Σου γράφουμε από το απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού – Λαυρίου («Β’ Τάγμα Σκαπανέων» το ονομάζουν οι δήμιοί μας για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου). Στο στρατόπεδο αυτό μας μετέφεραν για να μας ξεκάνουν. Μακριά από τον κόσμο, ανενόχλητοι και μεθοδικά βάλθηκαν να μας εξοντώσουν. Ξεκινήσαμε για τον καταραμένο αυτό τόπο από το Πόρτο – Ράφτη τα ξημερώματα της 26 Μαΐου κατά λόχους. Τρεις μέρες χρειάσθηκαν για να μεταφερθούμε, 1.500 δημοκρατικοί φαντάροι, σαν πρόβατα επί σφαγήν, στο απαίσιο στρατόπεδο του Μακρονησιού . Πριν μας μεταφέρουν έψαχναν φαίνεται να βρουν τον τόπο που σίγουρα προορίζουν για τάφο μας. Και δεν άργησαν. Πρόκειται για ένα άνυδρο νησί που ούτε κατσίκια δε φιλοξενεί. Είναι ολόγυμνο. Ιχνος δένδρου δεν υπάρχει. Μερικά σκίνα αποτελούν το μόνο διάκοσμό του. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας ζαλισμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, το πρώτο πράγμα που αντικρίσαμε ήταν μια ατέλειωτη σειρά από τάφους και μνήματα Τούρκων και Βουλγάρων αιχμαλώτων του πολέμου 1912-13. Από την πρώτη μέρα άρχισε το μαρτύριό μας. Μας βάζουν να γκρεμίζουμε αυτούς τους τάφους. Ολημερίς πνιγμένοι στον ιδρώτα και τη σκόνη, κατάκοποι, πεινασμένοι και τρισάθλιοι με το μαστίγιο πάνω από τα κεφάλια μας, δίχως νερό σκάβουμε. Τα μνήματα και οι τάφοι γκρεμίζονται από τις σκαπάνες μας που ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά για να ξεχώνουν πολλές φορές και τα κόκαλα. Ατέλειωτες φάλαγγες σχηματίζουμε καθώς πηγαινοερχόμαστε κουβαλώντας πέτρα και χαλίκι. Τα σώματά μας γέρνουν από την κούραση μα δεν τολμούμε να αφήσουμε τις σκαπάνες, γιατί βαρύς πέφτει πάνω μας ο βούρδουλας των αλφαμιτών (Αστυνομία Μονάδος). Οι μέρες μας μία – μία έτσι δραματικές, απαίσιες κυλούν. Και όσο βλέπουν ότι δε λυγάμε, τόσο λυσσούν. Εχουν όμως διδαχθεί πάρα πολλά οι μαθητές του Χίτλερ. Και αφού είδαν και απόειδαν, άλλαξαν τακτική. Βάζουν τώρα μπροστά από τη φάλαγγα Χίτες με τα κλαρίνα και τα βιολιά μερικών συναδέλφων που τάχουν φέρει μαζί τους και ξεκινάμε για το σκάψιμο “εν χορδαίς και οργάνοις”. Εως ότου φτάσουμε στο καθημερινό μαρτύριο βιολιά και κλαρίνα χτυπούν ακατάπαυστα κι εκνευριστικά. Πίσω σχηματίζεται μια αληθινή νεκρική πομπή. Τα κορμιά λυγίζουν από το βάρος που φέρνουν στις πλάτες. Η πείνα έχει αρχίσει να θερίζει τα αδειανά στομάχια μας. Τα πόδια σούρνονται στο χώμα. Μα τα κεφάλια στέκουν ψηλά για να συμβολίζουν τις αδούλωτες ψυχές των ζωντανών σκελετών και να θυμίζουν στους δήμιους ότι τίποτα δεν είναι ικανό να μας γονατίσει. Το συσσίτιο είναι απαίσιο (μια κουταλιά νερό με 2- 3 όσπρια μέσα). Και αν τολμήσεις να μιλήσεις, αμέσως ο λοχαγός σε στέλνει στο “σιδηρωτήριο” (θάλαμος βασανιστηρίων της Αστυνομίας Μονάδος). Και όταν πας εκεί φεύγεις άρρωστος, ανίκανος να σταθείς στα πόδια σου για 2 βδομάδες. Αν πεις για το νερό… κουβαλιέται μέσα σε δοχεία βενζίνης και πετρελαίου από το Λαύριο. Πολλές φορές δεν τολμάς όχι να το δοκιμάσεις, αλλά ούτε και να το μυρίσεις. Στις 11 Ιουνίου η σάλπιγγα χτύπησε συγκέντρωση τάγματος. Πάλι πέτρα σκεφτήκαμε όλοι μας. Αυτή τη φορά όμως γελασθήκαμε. Δε μας ήθελαν για πέτρα. Μας μίλησαν με το καλό. Μας είπαν ότι είμαστε καλοί και πειθαρχικοί στρατιώτες και όχι απείθαρχοι όπως αυτοί της Κρήτης. Υστερα ο υπασπιστής του τάγματος μας διάβασε τη διαταγή του διοικητή. Αρχιζε αυτή από τον αναρχοκομμουνισμό και κατέληγε ούτε λίγο, ούτε πολύ, με τρόπο εύσχημο στην παρότρυνση για υπογραφή δηλώσεων “παντός εντίμου Ελληνος πατριώτου”… Την άλλη μέρα οι διοικητές των λόχων καλούσαν ένα – ένα φαντάρο χωριστά και τον επίεζαν με όλα τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα να υπογράψει την εξής δήλωση:

“Ο κάτωθι υπογεγραμμένος… κλάσεως… εκ… και διαμένων εις… δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως και χωρίς να ασκηθή βία τα κάτωθι: Ουδέποτε υπήρξα κομμουνιστής και ουδεμίαν σχέσιν έχω με το συνωμοτικόν ΚΚΕ. Προσεχώρησα εις το ΕΑΜ με σκοπόν να απελευθερώσω την πατρίδα μου από τους κατακτητάς.. Μετ’ ολίγον καιρόν αντελήφθην ότι όπισθεν του ΕΑΜ ήτο το ΚΚΕ το οποίο ήτο η πηγή πάσης ενεργείας και πράξεως του ΕΑΜ. Επειδή είμαι γνήσιο Ελληνόπουλο καταδικάζω και αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας όλας τας αναρχοβουλγαροκομμουνιστικάς οργανώσεις: ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, ΕΑ, αίτινες αποτελούν τα εγκληματικά σλαυόβουλα και αντεθνικά συγκροτήματα, σκοπός των οποίων είναι η κατασκόπευσις παντός ό,τι αφορά το κράτος και ιδία τον στρατόν και η υποδούλωσις της φυλής μας εις τους προαιώνιους εχθρούς μας Βουλγάρους – Σέρβους και γενικώς σλαύους οίτινες πάντοτε ατίμως και υπούλως είτε διά της πανσλαυιστικής ιδέας, προσπαθούν να αποσπάσουν εδάφη άτινα είναι ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα των προγόνων μας. Τίθεμαι πολέμιος των άνω σλαβοδούλων και ανθελληνικών συγκροτημάτων μέχρι της τελικής εξαλείψεως των. Η παρούσα μου επιθυμώ να δημοσιευθή εις τον τύπον και αναγνωσθή εις την εκκλησίαν της ενορίας μου”.

Ας το μάθη ο ελληνικός λαός, ο κόσμος ολόκληρος πως ποτέ τα 1500 στρατευμένα παιδιά του λαού δε θα υπογράψουν μια τέτοια δήλωση. Είμαστε δημοκράτες και πιστεύουμε ακράδαντα στη Δημοκρατία. Εχουμε κλεισμένη μέσα μας την Ελλάδα και το Λαό της. Είμαστε διατεθειμένοι να γεμίσουμε τους τάφους και τα μνήματα, που τώρα σκάβουμε, με τα δικά μας κορμιά, βέβαιοι πως κάποτε, πολύ σύντομα ο ελληνικός λαός θα στήσει εκεί ανδριάντες ηρωισμού και παλικαριάς. Εμείς οι 1.500 δεσμώτες του “Β’ τάγματος Σκαπανέων” από το ξερόνησο Μακρονήσι , με μια φωνή βροντοφωνάζουμε: Δεν υπογράφουμε την εξευτελιστική δήλωση που μας ζητάνε. Αυτή είναι η τελευταία μας λέξη. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο».

Τα δημοσιεύματα του «Ριζοσπάστη», του ΕΑΜικού γενικότερα Τύπου και στη συνέχεια των κεντρώων αστικών εφημερίδων, υποχρέωσαν τους ιθύνοντες σε μια προσπάθεια συγκάλυψης της πραγματικότητας. Ετσι με τον τρόπο που οργανώνονται οι στρατιωτικές παράτες, επιχειρήθηκε ένας εξωραϊσμός της πραγματικότητας, με επισκέψεις δημοσιογράφων αλλά και υπουργών στο νησί, χωρίς φυσικά να γίνει κατορθωτό η στρατιωτική βιτρίνα να κρύψει τη σκληρή αλήθεια. Την ίδια ώρα, το αστικό πολιτικό καθεστώς, μπροστά στον κοινό εχθρό, δηλαδή το λαϊκό κίνημα και το ένοπλο τμήμα του το ΔΣΕ, αποκτούσε εσωτερική πειθαρχία και ενότητα. Ετσι στις 7 Σεπτέμβρη 1947 – με πρωτοβουλία και πίεση των Αμερικανών – συντελέστηκε στη χώρα κυβερνητική αλλαγή η οποία αποκρυσταλλώθηκε στη συνεργασία του Κέντρου και της Δεξιάς. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο γηραιός κεντρώος πολιτικός – αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων – Θ. Σοφούλης. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ανέλαβε ο αρχηγός του δεξιού «Λαϊκού κόμματος» Κ. Τσαλδάρης, ο οποίος κρατούσε και το υπουργείο των Εξωτερικών. Στο κυβερνητικό σχήμα συμμετείχαν 10 στελέχη του κόμματος των Φιλελευθέρων και 14 από το «Λαϊκό κόμμα». Ο Σοφούλης μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία διακήρυξε ότι θα ακολουθήσει πολιτική «κατευνασμού». Στην πραγματικότητα όμως συνέχισε και ενέτεινε την αντιλαϊκή πολιτική των προκατόχων του, που αν μη τι άλλο έσπρωχνε πιο βαθιά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Ετσι στα πλαίσια αυτής της πολιτικής συνεχίστηκαν και εντάθηκαν οι διώξεις κατά των ΕΑΜιτών, των κομμουνιστών – αριστερών και δημοκρατικών πολιτών οι οποίοι γέμιζαν καθημερινά τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το κάτεργο της Μακρονήσου συνέχιζε να «αλέθει» ψυχές και σώματα αγωνιστών. Λίγο αργότερα ήρθε η απαγόρευση του ΕΑΜικού και του κομμουνιστικού Τύπου και στο τέλος, με τον Α.Ν. 509/1947, η εκτός νόμου τοποθέτηση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Τώρα πια η Μακρόνησος έπαιρνε τα πιο ολοκληρωμένα και φυσικά τα πιο ολοκληρωτικά της χαρακτηριστικά. Ετσι φτάσαμε στη μελανότερη σελίδα της ιστορίας της, στο μακελειό της 29ης Φλεβάρη – 1ης Μάρτη 1948.

Η μεγάλη σφαγή – η εκδοχή των αρχών

Το απόγευμα της Κυριακής 29 Φλεβάρη 1948 οι διαπιστευμένοι συντάκτες στο υπουργείο Στρατιωτικών πληροφορούνταν ότι στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, 1η Μάρτη του 1948, στα γραφεία των εφημερίδων έφτασε μία ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών που με εντελώς κυνικό τρόπο επιβεβαίωνε το γεγονός που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η φρικιαστικότερη και τραγικότερη, ίσως, σελίδα του εμφυλίου πολέμου. «Την 29 Φεβρουαρίου – έλεγε η ανακοίνωση4 – άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί κατά την διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία αμυνομένη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».

Πέρα από το προαναφερόμενο επίσημο ανακοινωθέν, στον Τύπο της εποχής υπάρχει δημοσιευμένη, πιο ολοκληρωμένη η επίσημη εκδοχή, στην οποία αξίζει να σταθούμε όχι μόνο γιατί έρχεται σε αντίθεση με το ανακοινωθέν αλλά και γιατί περιέχει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι μέχρι σήμερα δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας καμία επίσημη αναφορά – για όσα συνέβησαν – του επικεφαλής του στρατοπέδου, η οποία όμως δόθηκε τότε στους ανωτέρους του.

Η επίσημη εκδοχή των αρχών, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο των Αθηνών στις 3 Μάρτη του 1948 έχει – στα βασικά της σημεία – ως εξής5: «Εξ αρμοδίας πηγής ανεκοινώθησαν χθες τα εξής διά την στάσιν εις Μακρόνησον. Αργά χθες την εσπέραν επέστρεψεν εκ Μακρονήσου ο συν/χης του Γενικού Επιτελείου Στρατού κ. Μπαϊρακτάρης, όστις είχε μεταβή εκεί από της παρελθούσης Κυριακής, ευθύς μόλις εγνώσθη η πρώτη στασιαστική εκδήλωσις των κομμουνιστών του Α’ Τάγματος Μακρονήσου. Ο κ. Μπαϊρακτάρης παρουσιασθείς αμέσως εις τον υπουργόν των Στρατιωτικών ανέφερεν εις αυτόν τα γεγονότα εκθέσας εν λεπτομερεία τα της στάσεως της Κυριακής και τα της επακολουθησάσης ταύτης στάσεως της Δευτέρας.

Συμφώνως προς την αναφοράν του κ. Μπαϊρακτάρη, εις το Α’ Τάγμα Σκαπανέων εν Μακρονήσω είχον συγκεντρωθή υπό της υπηρεσίας οι αποδεδειγμένως ακραιφνείς αναρχικοί και εκείνοι διά τους οποίους τα συγκεντρωθέντα επιβαρυντικά στοιχεία παρουσίαζον ως τοιούτους. Το σύνολον των εις το τάγμα τούτο συγκεντρωμένων ανήρχετο εις 4 περίπου χιλιάδας, εκ των οποίων οι 700 περίπου εδήλωσαν μετάνοιαν και επρόκειτο να μεταχθώσιν εις το 3ον Τάγμα ίνα υποστούν την αναγκαίαν εκπαίδευσιν και να ενταχθούν κατόπιν εις τας μαχίμους μονάδας. Η μεταφορά αυτών εις το 3ον Τάγμα επρόκειτο να γίνη το παρελθόν Σάββατον, αλλά οι εναπομείναντες αναρχικοί προσεπάθησαν παντοιοτρόπως να αντιδράσουν εις τούτο. Την πρωίαν της Κυριακής, αφού προηγουμένως εδημιούργησαν μίαν ατμόσφαιραν αντιδράσεως κατά των διαταγών της διοικήσεως και εξήψαν επαναστατικώς τα πνεύματα, εξεδηλώθη επίθεσις προς αφοπλισμόν της αστυνομικής μονάδος του τάγματος, καθ’ ην στιγμήν αύτη προσεπάθει να συλλάβη μερικούς οι οποίοι επεζήτουν παντοιοτρόπως όπως ματαιώσουν την διαταγή του τάγματος να παρακολουθήσουν οι άνδρες την σχετικήν ομιλίαν. Ολοι οι αναρχικοί τότε εκκινήθησαν να αφοπλίσουν την φρουράν και διά των γνωστών κομμουνιστικών συνθημάτων επεχείρησαν να κακοποιήσουν τον υπολοχαγόν Καρδαράν, προβαίνοντες ταυτοχρόνως εις παντός είδους στασιαστικάς πράξεις. Η φρουρά, η οποία ας σημειωθή αποτελείτο εξ ανδρών του 3ου τάγματος, ήτοι εκ κομμουνιστών οι οποίοι μετενόησαν, προσεπάθησε να αποφύγη την σύγκρουσιν και συνεπτύχθη μέχρι των οικημάτων του διοικητηρίου, οπότε ευρεθείσα πλέον προ διαθέσεων των στασιαστών να την αφοπλίσουν, ηναγκάσθη να κάμη χρήσιν των όπλων με αποτέλεσμα τον φόνον 5 στασιαστών και τον τραυματισμόν 10….

Η υπόλοιπος ημέρα διέρρευσεν, αποκλεισθέντων των στασιαστών, υπό καταφθασασών ετέρων ενισχύσεων εκ των Β’ και Γ’ ταγμάτων Σκαπανέων. Την πρωίαν της επομένης εκλήθησαν διά μεγαφώνου οι στασιασταί υπό του σταλέντος επί τόπου συνταγματάρχου πυροβολικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού κ. Μπαϊρακτάρη ίνα συνέλθωσι και συγκεντρωθώσιν εις ορισθέντα χώρον. Παρά τας επανειλημμένας επί μίαν ώραν προσκλήσεις του ως άνω συνταγματάρχου, οι στασιασταί εξηκολούθουν υβρίζοντες, μη συμμορφούμενοι προς ταύτας, πλην ελαχίστων, οίτινες διαφεύγοντες την προσοχήν και την απειλήν των διευθυνόντων τη στάσιν καθοδηγητών προσέτρεχον προς τον καθορισθέντα χώρον. Η φρουρά πειραθείσα να διευκολύνη την διαρροήν των μετανοούντων εδέχθη επίθεσιν εκ μέρους των στασιαστών διά λίθων τραυματισθέντων 31 φρουρών. Προ τοιαύτης καταστάσεως, η φρουρά ηναγκάσθη να κάμη χρήσιν των όπλων, η οποία επέφερε την καταστολήν της στάσεως, συλληφθέντων 155 πρωταιτίων και αποσταλέντων εις το Γ’ τάγμα σκαπανέων 700 οπλιτών εκ των μετανοούντων».

Διά γυμνού οφθαλμού, από την επίσημη αυτή ανακοίνωση, φαίνεται καθαρά πως οι αρχές – με παιδαριώδη επιχειρήματα – προσπαθούσαν να κουκουλώσουν τα πραγματικά γεγονότα. Αν όμως κάτι διαπερνά ως κόκκινη κλωστή όλη αυτή την ανακοίνωση είναι πως η πραγματική αιτία των γεγονότων ήταν οι δηλωσίες, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου ήθελε να μεταθέσει στο τρίτο τάγμα και οι μη μετανοούντες φαντάροι του Α’ τάγματος δεν άφηναν. Στην πραγματικότητα βέβαια το όλο πρόβλημα ήταν η λειτουργία του στρατοπέδου ως αναμορφωτηρίου συνειδήσεων και η προσπάθεια των αρχών πάση θυσία να κάμψουν το φρόνημα των οπλιτών, να τους γονατίσουν και να αποσπάσουν τις περιβόητες δηλώσεις. Ο προσεκτικός αναγνώστης της προαναφερόμενης ανακοίνωσης θα έχει προσέξει πως οι αρχές παραδέχονται ότι από τους 4.000 «ακραιφνείς αναρχικούς» – δηλαδή κομμουνιστές που είχαν επιλεγεί με προσοχή ως τέτοιοι γιατί είχαν παρελθόν με έντονη δράση στο κίνημα – μόνο 700 είχαν υπογράψει δήλωση.

Ακόμη κι αν δεχτούμε αυτό το νούμερο ως αληθινό, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως οι αρχές του στρατοπέδου – όπως επισήμως παραδέχονται – είχαν αποτύχει να κάμψουν το ηθικό της μεγάλης πλειοψηφίας των οπλιτών του Α’ τάγματος. Δηλαδή, δεν είχαν καταφέρει να ανταποκριθούν στο σκοπό για τον οποίο το στρατόπεδο υπήρχε. Κι αν μέχρι τότε δεν είχαν αποδώσει τα σκληρά μεν αλλά «ειρηνικά» μέσα, τι ήταν εκείνο που θα εμπόδιζε τη χρήση των όπλων; Χωρίς αμφιβολία η επίσημη ανακοίνωση των αρχών επιβεβαιώνει με τον πιο σαφή τρόπο ότι η σφαγή της Μακρονήσου στις 29 Φλεβάρη- 1 Μάρτη του 1948 ήταν μια προσχεδιασμένη επιχείρηση κάμψης του ηθικού των αμετανόητων οπλιτών του Α’ Τάγματος με το μόνο μέσο που είχε απομείνει: τα όπλα. Διαφορετικά, το στρατόπεδο δεν μπορούσε να δικαιολογεί την ύπαρξή του. Δεν ήταν φυλακή. Ηταν κάτι χειρότερο. Ηταν αναμορφωτήριο.

Την αλήθεια αυτή επισήμανε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο και ο παράνομος «Ριζοσπάστης» της εποχής, που έβγαινε στην Αθήνα, ο οποίος έγραφε: «Πάνω από 10.000 δημοκρατικοί αξιωματικοί και στρατιώτες στάλθηκαν στο μεσαιωνικό κάτεργο της Μακρονήσου για να “σωφρονιστούν” ή να εξοντωθούν. Οταν όμως ο μοναρχοφασισμός είδε πως δεν κατάφερε να λυγίσει το δημοκρατικό φρόνημα των αξιωματικών και φαντάρων σκηνοθέτησε μια πρόκληση και ματοκύλισε με τον πιο απάνθρωπο τρόπο τα άοπλα στρατευμένα παιδιά του λαού. Στην αρχή είπαν πως την Κυριακή 29/2 οι κομμουνιστές προσπάθησαν να προκαλέσουν ταραχές την ώρα της θρησκευτικής λειτουργίας, έπειτα όμως είδαν πως είναι πολύ χοντρό το παραμύθι και ανακοίνωσαν πως οι στρατιώτες του Α’ Τάγματος, που ανέρχονταν σε 4.000, θέλησαν να εμποδίσουν την μετάταξη 700 ανδρών στ Γ’ Τάγμα και πως έτσι δημιουργήθηκαν τα γεγονότα που εξελίχθηκαν σε απόπειρα αφοπλισμού της φρουράς. Είναι ολοφάνερο πως πρόκειται για προσπάθεια συγκάλυψης μιας προμελετημένης μαζικής δολοφονίας δεκάδων δημοκρατικών φαντάρων, που είχε για σκοπό να λυγίσει το δημοκρατικό τους φρόνημα και που οργανώθηκε από το μοναρχοφασισμό και τους Αμερικανούς συμβούλους του. Γιατί είναι ολοφάνερο για όποιον ξέρει τη Μακρόνησο , πως μονάχα τρελοί θα έκαναν απόπειρα αφοπλισμού της φρουράς τη στιγμή που πρόκειται για έναν απομονωμένο ξερόβραχο στη μέση της θάλασσας αντίκρυ στο Λαύριο, απ’ όπου σε κάθε στιγμή μπορούν να σταλούν ενισχύσεις και πολεμικά του στόλου». Ας δώσουμε όμως μια συνθετική – συνοπτική εικόνα των γεγονότων, όπως την περιγράφουν οι ίδιοι οι μακρονησιώτες στις πολλές καταγεγραμμένες μαρτυρίες τους.

Η μεγάλη σφαγή όπως την περιγράφουν οι αγωνιστές Μακρονησιώτες

Όλες οι σχετικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για μια αναίτια σφαγή, που προκλήθηκε χωρίς καν να υπάρχει ένα τυπικό πρόσχημα. Πολύ περισσότερο, κάνουν λόγο για σφαγή που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε με πρωτόγνωρη ωμότητα. Ετσι, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948, το προσκλητήριο στο Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι περίπου 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.

Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ’ οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθένειας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.

Ο Διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλειά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδαράς ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα που, απ’ ό,τι φαίνεται ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος άρχισε να πυροβολεί στον ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους.

Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος) τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος που εν τω μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι. Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας μέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει. Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας. Τι έμελλε να επακολουθήσει; Σε λίγο δεν θα υπήρχαν ερωτηματικά.

Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 9 η ώρα το πρωί όταν στις ακτές του Α΄ Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα[9]: «Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».

Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ΄ Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α΄ τάγματος. Σε λίγο, άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς που είχαν ξαπλώσει κάτω παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα, γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα αρκετοί έπεσαν στο νερό με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του πολεμικού ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό «Εκεί – γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας- γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς, ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί». Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α΄ τάγματος: βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ’ ένα σκοπό: στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε. Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ΄ Τάγμα.

Η διάσταση του εγκλήματος

Η είδηση για τη σφαγή των δημοκρατικών, αριστερών και κομμουνιστών φαντάρων στη Μακρόνησο , όπως προαναφέραμε, στον Αθηναϊκό Τύπο πέρασε με την εκδοχή του επίσημου καθεστώτος. Ορισμένα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων είναι ενδεικτικά: «Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον» έγραψαν τα ΝΕΑ. Και η «ΒΡΑΔΥΝΗ» συμπλήρωσε: «… οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επιχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσα αποκατέστησε την τάξιν εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των». Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ ισχυριζόταν πως «μη “αποτοξινωθέντες” ακόμη κομμουνισταί στρατιώται έκαμαν στάσιν»[16], ενώ η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ δε δίσταζε να ισχυριστεί με φασίζουσα ρητορική πως «Μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».

Για τη σφαγή στη Μακρόνησο , έγραψε και ο Τύπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ» μια μέρα μετά το μακελειό στο κύριο θέμα του με τίτλο «Μοναρχοφασιστικό έγκλημα στο Μακρονήσι » γράφει μεταξύ άλλων ότι «καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σκεπάσει τη θηριωδία των μοναρχοφασιστών δολοφόνων που με την καθοδήγηση των Αμερικανών Γκάγκστερς που βρίσκονται στην Ελλάδα ξεπέρασαν και τους χιτλερικούς εγκληματίες». Τις επόμενες ημέρες το «Δελτίο Ειδήσεων» σημειώνει ότι «Τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί».[19] Κι ακόμη ότι: «Οι αμερικανοί κατακτητές εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι ».

Η σύγκριση της σφαγής στο Μακρονήσι με τα εγκλήματα των χιτλερικών δεν ήταν τυχαία. Ηταν μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε κανείς να την αγνοήσει. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ) στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948 σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ’ τους αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ’ το Μακρονήσι και τη Γιούρα». Ενα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα ΕΞΟΡΜΗΣΗ του ΔΣΕ δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι » μια συγκλονιστική είδηση. «Νεότερες ειδήσεις – έγραφε – αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Αλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι. Για τους άνανδρους που κάνουν τους παλληκαράδες με άοπλους φαντάρους, για τους κοινούς δολοφόνους της ψευτοκυβέρνησης της Αθήνας ένα μόνο χρειάζεται: Εκδίκηση! Εκδίκηση!». Το δημοσίευμα της ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α΄ τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας». Στο θέμα των νεκρών της Μακρονήσου κατά τις ημέρες της μεγάλης σφαγής η επίσημη Πολιτεία κρατάει ακόμη και σήμερα σιγή ιχθύος, αφού δεν δίνει στη δημοσιότητα τα αρχεία που θα μπορούσαν να φωτίσουν το θέμα ή τουλάχιστον θα επιτρέψουν στους ιστορικούς ερευνητές να το φωτίσουν.

Εν πάση περιπτώσει, η σφαγή της Μακρονήσου σηματοδότησε τους δύο κόσμους που συγκρούονταν τότε στην Ελλάδα. Οχι μόνο με τους νεκρούς και τους δημίους τους και κυρίως αυτούς που οργάνωσαν το μακελειό. Αλλά και με τους ζωντανούς. Τους ζωντανούς του αστικού πολιτικού κόσμου και της πνευματικής αστικής διανόησης που χαρακτήριζαν τη Μακρόνησο «Εθνική κολυμβήθρα» και «σύγχρονο Παρθενώνα». Τους ζωντανούς σαν τον Μενέλαο Λουντέμη που έγραφε:

«Σήμερα χύσανέ μου το φως μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Χτες κόψανε τα νύχια μου./ Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!/ Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Αύριο θα με σταυρώσουν./ Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω./ Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο,/ σ’ αυτό το τρελό Νεκροταφείο,/ πως όλοι οι νεκροί του: “ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!”».

Η Μακρόνησος όντως υπήρξε Παρθενώνας. Ενας Παρθενώνας από την ανάποδη. Γιατί, αν ο Παρθενώνας είναι το κόσμημα του ανθρώπινου πολιτισμού, η Μακρόνησος είναι η ντροπή και η καταισχύνη του.

Πηγή