Επικαιρότητα

Το τελεσίγραφο των Βρυξελλών, και τα επακόλουθα

By N.

July 27, 2015

 

Άρθρο των Etienne Balibar, Sandro Mezzadra, και Frieder Otto Wolf

  Ο Αλέξης Τσίπρας κέρδισε τη μάχη επί της αρχής – την ανάγκη για μια νέα Ευρώπη – ακόμη κι αν έχασε τον πόλεμο που ακολούθησε. Ποιες είναι οι επιπτώσεις τόσο για την Ελληνική αριστερά όσο και για την Ευρώπη; Μήπως η άδικη και βεβιασμένη «συμφωνία» μεταξύ της Ελληνικής κυβέρνησης (η οποία τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με το καθήκον της επικύρωσης της συμφωνίας αυτής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο) και των άλλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκ των οποίων δεν νιώθουν όλα ανεξαιρέτως την ανάγκη για μια τέτοια επικύρωση) σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης;

  Από διάφορες απόψεις ναι, αλλά σχεδόν σίγουρα όχι με τον τρόπο που καταδεικνύεται από την έκθεση της “Συνόδου Κορυφής”. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία είναι ουσιαστικά ανεφάρμοστη από οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής άποψης, αν και θα «επιβληθεί δια της βίας» μέσα από διαδικασίες που μετά βεβαιότητας θα είναι τουλάχιστον τόσο βάναυσες και ακόμη πιο διχαστικές από κάθε άλλη ακρότητα έχουμε δει την τελευταία πενταετία.

  Επομένως, είναι αναγκαίο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις της συμφωνίας και να συζητηθούν οι συνέπειές της, αποφεύγοντας κάθε είδους ρητορεία αλλά όχι το ενδιαφέρον ή το πάθος.

  Για να γίνει αυτό πρέπει αρχικώς να δούμε πώς εξελίχθηκαν οι διαπραγματεύσεις (αυτές που εγκαινιάστηκαν μετά την επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στις Βρυξέλλες στον απόηχο του «θριάμβου» του από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, οι οποίες εύλογα δεν είχαν σταματήσει να τροφοδοτούν την έλλειψη κατανόησης και την επίκριση μεταξύ των υποστηρικτών του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό), και κατά δεύτερον, πρέπει να εξετάσουμε τι μας δείχνουν αυτές οι διαπραγματεύσεις όσον αφορά τις θέσεις των διαφόρων Ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι στο ζήτημα.

  Θα πρέπει να προσδιορίσουμε σε τι επίπεδο έχει φτάσει η κρίση στην ΕΕ (μια κρίση της οποίας η Ελλάδα είναι τόσο σύμπτωμα όσο και θύμα) όσον αφορά τρεις στρατηγικούς τομείς: Πρώτον, την κατάσταση του χρέους και τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας. Δεύτερον, την διάσπαση της Ευρώπης σε άνισες ζώνες ευημερίας και επικυριαρχίας. Και, τέλος, την κατάρρευση των δημοκρατικών θεσμών με επακόλουθο την άνοδο του εθνικιστικού λαϊκισμού.

  Αλλά πρωτίστως, είναι ζωτικής σημασίας να συμπεριλάβουμε μια «αξιολόγηση» της συμφωνίας των Βρυξελλών: «όπως φαίνεται από την Αθήνα» (από την οπτική γωνία των Ελλήνων πολιτών) και «όπως φαίνεται από την Ευρώπη» (που δεν σημαίνει την άποψη των Βρυξελλών, των οποίων οι θεσμοί προφανώς δεν έχουν καμία απολύτως επίγνωση του σημερινού Ευρωπαϊκού κλίματος).

  Η «συμφωνία» απ’ τη σκοπιά της ελληνικής πλευράς

  Βλέποντας από την σκοπιά της Ελλάδας, η συμφωνία φαίνεται να μην διαφέρει καθόλου από ένα τελεσίγραφο. Ο Βαρουφάκης έφτασε στο σημείο να αναφερθεί στις «Βερσαλλίες», μια προκλητική νύξη για τις συμβάσεις του 1918 που είχαν τις γνωστές συνέπειες για τη Γερμανική ιστορία και για την τύχη ολόκληρου του κόσμου. Η κατηγορία αυτή ήταν τόσο σοβαρή και πιστευτή, ώστε η Μέρκελ έσπευσε να δηλώσει άμεσα ότι της είναι αδιάφορες τέτοιες «ιστορικές συγκρίσεις»… Αυτή η δραματοποιημένη απεικόνιση είναι δικαιολογημένη για δύο άρρηκτα συνδεδεμένους λόγους.

  Ο πρώτος είναι ο εξής: Παρ’ όλο που ο Τσίπρας, με τις προτάσεις του στις Βρυξέλλες την 7η Ιουλίου, προέβη σε μεγάλες παραχωρήσεις από μέρους του (αποδοχή, κατά κύριο λόγο των προτάσεων της δημοσιονομικής και οικονομικής λιτότητας που είχε προηγουμένως αρνηθεί, ιδίως εκείνων που αφορούσαν τη συνταξιοδότηση και τη φορολογία), εντούτοις αυτές εντάχθηκαν σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα (για να μην το χαρακτηρίσουμε ως ένα απλό «σχέδιο») προσαρμογής της οικονομίας και των χρηματοοικονομικών στην Ελλάδα, σύμφωνα με το οποίο, υπό συνθήκες που θα ήταν σαφώς πιο δύσκολες από επιθυμητές, θα μπορούσε να ελπίζει στην ανάπτυξη της δικής του πολιτικής στρατηγικής προς όφελος του λαού του. Παρεμπιπτόντως, αυτός είναι ο λόγος που ο Τσίπρας έθετε επανειλημμένως αιτήματα για την προσαρμογή του χρέους (αιτήματα που υποστηρίζονται όλο και περισσότερο από ευυπόληπτους οικονομολόγους διαφορετικών μεταξύ τους προσανατολισμών – τόσο συσχετιζόμενους με το ΔΝΤ όσο και ανεξάρτητους από αυτό).

  Μετά από τις συνεχείς πιέσεις από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών και τον πρόεδρο του Eurogroup, ήταν ακριβώς αυτή η απέλπιδα προσπάθεια ορθολογισμού και συνοχής την οποία οι συνομιλητές της Ελλάδας βάλθηκαν να καταστρέψουν, μιλώντας για «απώλεια εμπιστοσύνης» προς την Ελληνική κυβέρνηση (καθαρά ηθικό επιχείρημα) και την επιβολή τιμωρητικών μέτρων που στερούνταν κάθε οικονομική λογική.

  Το αποτέλεσμα ήταν ένα σχέδιο ενάντια στην βελτίωση το οποίο ουσιαστικά πρόκειται περί αφαίμαξης των εναπομεινάντων πόρων του Ελληνικού πληθυσμού (ιδίως των πόρων των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία ήδη έχουν καταπονηθεί από την ανθρωπιστική καταστροφή) και του διαμελισμού της εθνικής οικονομίας στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για εντελώς απρόβλεπτα «ιδεολογικές» ιδιωτικοποιήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, μέτρα όπως η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης είναι ιδιαίτερα σημαντικά – παράλογα, εάν όχι εγκληματικά, σε μια οικονομία όπου η ανεργία των νέων φτάνει περίπου το 60% – ενώ η αποδοχή της προληπτικής «κατάσχεσης» των Ελληνικών περιουσιακών στοιχείων, που θυμίζουν τοκογλύφο που λαμβάνει ενέχυρα (έστω και αν ο Τσίπρας, σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, κατάφερε να αποφύγει τη δημιουργία μιας τοπικής εκδοχής του Treuhandanstalt στο Λουξεμβούργο, ένα ίδρυμα που… επίσης διευθύνεται από τον Σόιμπλε!).

  Η ίδια η Ευρώπη σε αυτή την περίπτωση συμπεριφέρεται στην Ελλάδα ως τοκογλύφος και αρπακτικό, καθώς ο στόχος δεν είναι να διατηρηθεί η βιωσιμότητα ή η ανάπτυξη των πόρων της, αλλά, αντίθετα, να απομυζηθούν οι πόροι της χώρας ως την πλήρη εξάντληση τους.

  Όποια και αν είναι αυτή η αντι-πολιτική – που μπορεί να μοιάζει ως εξορθολογισμός (καλή τη πίστη προφανώς) στα μάτια κάποιων σύμφωνα με το νομισματικό μοντέλο που αναγράφεται με «χρυσά γράμματα» στις Ευρωπαϊκές συνθήκες που έχουν υπογραφεί από την εποχή του Μάαστριχτ και ενισχύονται από το «δημοσιονομικό σύμφωνο» του 2012 – είναι σαφές ότι δεν αποτελεί κανένα είδος δικαιολογίας, αφού δεν είμαστε πλέον στην αρχή της κρίσης και όλοι οι Ευρωπαίοι ηγέτες (συμπεριλαμβανομένων και των Γερμανών) έχουν παρατηρήσει τα φθίνουσα αποτελέσματα των πολιτικών που επέβαλαν κατά την διάρκεια των θητειών τους.

  Γνωρίζουν πολύ καλά ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα, έχοντας διπλασιαστεί σε μια δεκαετία, δεν έχει φτάσει στο 180% του ΑΕΠ λόγω της απόλυτης αύξησης του (η οποία ξεπερνιέται, ακόμη και αναλογικά με τον πληθυσμό, από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες), αλλά, αντίθετα, η αύξηση αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της παραγωγής και της κατανάλωσης.

  Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για ζήτημα λογικής, ούτε περί των συμφερόντων των πιστωτών, αλλά είναι θέμα πολιτικής εκδίκησης και εξευτελισμού του «εσωτερικού εχθρού». Αυτό επιβεβαιώνεται όταν βλέπουμε ότι κάθε μέτρο που έχει επιβληθεί αντιστοιχεί ακριβώς στην αντιστροφή όχι μόνο της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής για την οποία η κυβέρνηση Τσίπρα είχε δεσμευτεί προεκλογικά αλλά και των προγραμματικών δηλώσεων όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση.

  Πρέπει τώρα να προχωρήσουμε στον δεύτερο λόγο που μας επιτρέπει να μιλάμε για ένα τελεσίγραφο, ένα λόγο ίσως ακόμη πιο σοβαρό και σε κάθε περίπτωση ένα κίνητρο που προορίζεται να επισφραγίσει τον πρώτο: Τα μέτρα της «κηδεμονίας» που δημιουργούν ένα προτεκτοράτο εντός της ΕΕ και τα οποία βασίζονται στο μοντέλο των αρχαίων αποικιακών πρακτικών, αλλά αυτή τη φορά εφαρμόζονται σε ένα από τα μέλη της (από το οποίον κατόπιν ζητάμε να είναι συμβολικά «συνυπεύθυνο»).

  Αναμφίβολα, τα πιο κραυγαλέα μέτρα αφορούν την κυριαρχία του Ελληνικού Κοινοβουλίου, δηλαδή την υποχρέωση υποβολής οικονομικά και κοινωνικά ευαίσθητων Σχεδίων Νόμου προς έλεγχο και έγκριση από τα «θεσμικά όργανα», χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε την «επαλήθευση» από αυτούς τους ίδιους οργανισμούς, το πόρισμα των οποίων θα επιτρέπει την εκταμίευση των Ευρωπαϊκών δανείων.

  Για να καταδειχθεί η λειτουργία του μηχανισμού αυτού: Στο «Μνημόνιο Συνεργασίας» έχει ήδη υπαγορευθεί μια σειρά προκαθορισμένων νομοθετικών πράξεων με την διαδικασία του κατεπείγοντος (προαπαιτούμενα της εφαρμογής της συμφωνίας) που ακυρώνουν και αντικαθιστούν την ακύρωση της ισχύουσας νομοθεσίας. Συνολικά, αυτές οι πράξεις αντιπροσωπεύουν ένα πρόγραμμα ακραίου νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού (χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη Ευρώπη) του δικαιώματος στην εργασία και τη διαχείριση (το οποίο είναι άκρως ειρωνικό, αφού διαπιστώνουμε ότι μια από τις αρχές του είναι στην ουσία η υποτιθέμενη «αποπολιτικοποίηση της διαχείρισης»!).

  Παρατηρούμε επίσης την απαίτηση για την «ανεξαρτητοποίηση» των στατιστικών υπηρεσιών (που προέκυψε κατόπιν της απόφασης των Ελληνικών αρχών να διενεργήσουν έλεγχο για τη νομιμότητα του χρέους), απαίτηση η οποία θα διασφαλιστεί με την επιστροφή των εμπειρογνωμόνων της Τρόικα στην Αθήνα (των οποίων το επίπεδο προσωπικής ανεξαρτησίας είναι υπεράνω πάσης υποψίας).

  Τέλος, πρέπει να αναφερθεί πως η αναγκαιότητα κυβερνητικού ανασχηματισμού (που σημαίνει την ένταξη κομμάτων που αντιτίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ και την αποπομπή των «ριζοσπαστικών») θεωρείται δεδομένη στους διαδρόμους της Κομισιόν στις Βρυξέλλες. Ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα λιτότητας και η κηδεμονία αλληλοϋποστηρίζονται ως πολιτικές, έτσι ώστε η Ελλάδα να μην είναι πλέον ένα κυρίαρχο κράτος (υπό οποιαδήποτε έννοια, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή ξεκίνησε πριν από χρόνια και διακόπηκε μόνο από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία).

  Δυστυχώς, αυτό δεν σημαίνει πως η Ελλάδα εισέρχεται σε μια αμοιβαία εθνική κυριαρχία – δικονομικά ισότιμη και πολιτικά οργανωμένη έτσι ώστε να συνεπάγεται πρόοδο προς την κατεύθυνση μιας Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας – αλλά αντίθετα ότι υποκύπτει στη βούληση του αφέντη.

  Για ποιόν «Αφέντη» μιλάμε όμως; Σε αυτό το σημείο είναι που πρέπει να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος: της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

  Το νέο σύνταγμα της Ευρώπης

  Για να γίνει αυτό θα πρέπει να επανεξετάσουμε τα γεγονότα και την ιστορική τους σημασία, αλλά και να εμβαθύνουμε επίσης καθορίζοντας το πρακτικό σύνταγμα που επικρατεί στην σύγχρονη Ευρώπη: ο καταμερισμός των εξουσιών, οι θεσμικές μετατοπίσεις που απορρέουν από τις Συνθήκες και από τη πραγμάτωση τους, οι σχέσεις μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών (και γεωπολιτικών) δυνάμεων, η ιεράρχηση των συμφερόντων που έχουν κωδικοποιηθεί από «κανόνες» και «αρχές» μέσω των οποίων τα κράτη και οι πληθυσμοί τους εξαναγκάζονται να σκύβουν το κεφάλι, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων (ή όπως λέμε σήμερα, οι διαδικασίες «διακυβέρνησης»), η ανισότητα πρόσβασης στην εξουσία, καθώς και η αδυναμία επιρροής της από διάφορες κοινωνικές και εθνικές ομάδες κλπ.

  Με λίγα λόγια θα πρέπει να αναρωτηθούμε, υπό τι είδους καθεστώς τελεί η σύγχρονη Ευρώπη;

  Ας μην επανεξετάσουμε πλήρως ότι θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει προφανές, δηλαδή την ιδρυματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού από το ορόσημο του 1990 που ήρθε με τη μορφή του δόγματος του «ελεύθερου και θεμιτού ανταγωνισμού», του οποίου τα «επαναστατικά μεταμορφωτικά» αποτελέσματα διαφαίνονται σε ολόκληρη την κοινωνία σήμερα – δηλαδή, το Ευρωπαϊκό ισοδύναμο του κρατικού σοσιαλισμού της Σοβιετικής Ένωσης.

  Ως απλή υπενθύμιση πως πλέον έχουν «σφίξει τα λουριά»: η «ελευθερία» που προσφέρει ο νεοφιλελευθερισμός είναι στην ουσία καταναγκασμός. Περιλαμβάνει – όποτε εντοπίζονται «παρεκκλίσεις» ή «αποτυχίες» (ιδιαιτέρως μεταξύ των «οφειλετών» και των «αδύναμων» – τον ακατάπαυστο εξαναγκασμό των πολιτών στο να είναι ελεύθεροι (όπως θα έλεγε ο Ρουσσώ – που ποτέ δε θα μπορούσε να είχε διανοηθεί την ειδεχθή χρήση του τύπου του).

  Προφανώς, ο βαθμός καταναγκασμού ποικίλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τη θέση του ατόμου στην κλίμακα της πραγματικής εξουσίας.

  Αλλά πιο συγκεκριμένα: όταν οι Ελληνικές και Ιταλικές κυβερνήσεις αντικαταστάθηκαν μέσω συνταγματικής χειραγώγησης (2011) και το προηγούμενο Ελληνικό δημοψήφισμα απαγορεύθηκε, η «επανάσταση από τη κορυφή προς τη βάση» – η οποία δημιουργήθηκε στις αρχές της κρίσης των κρατικών προϋπολογισμών και της διαιτησίας υπέρ των τραπεζών – ήταν εφεξής ένα «τετελεσμένο γεγονός». Ο Γιούργκεν Χάμπερμας μίλησε για μεταδημοκρατικό εκτελεστικό φεντεραλισμό, μια ιδιαίτερα διαφωτιστική έννοια.

  Αλλά αυτή η «μεταδημοκρατική εκτελεστικότητα» που έχει τεθεί σε ισχύ σε (σχεδόν) ομοσπονδιακό επίπεδο – καθώς ο φεντεραλισμός που οικοδομείται στην Ευρώπη βασίζεται σε εξαιρετικά εύθραυστα θεμέλια που προέρχονται εξ ολοκλήρου από την κορυφή – έχει την αξιοσημείωτη ιδιότητα να είναι αποσπασματικά ορατή και θεσμικά νόμιμη. Παραμένει ανεπίσημη και απόκρυφη σε μεγάλο βαθμό, που καταδεικνύεται από το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (σ.σ. η Κομισιόν) δεν έχει πλέον ούτε την εξουσία της πολιτικής πρωτοβουλίας αλλά ούτε και της διαμεσολάβησης υπέρ των συμφερόντων των κρατών μελών.

  Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ (πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) σήκωσε τα χέρια ψηλά – έχοντας ήδη εξωθηθεί σε παραίτηση έπειτα από μια ταπεινωτική οπισθοχώρηση πριν μερικές εβδομάδες – μετά από ένα καίριο ερώτημα σχετικά με το μέλλον της Ευρώπης, το οποίο προέκυψε σχετικά με την φιλοξενία των προσφύγων και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών ενώπιον της ανθρωπιστικής καταστροφής στη Μεσόγειο.

 

Η Κομισιόν, που δεν είναι πλέον τίποτα άλλο παρά μια (πολλαπλασιαστικά) ρυθμιστική δομή και ο τελευταίος τροχός της αμάξης, απώλεσε τη διαπραγματευτική της δύναμη υπέρ του Eurogroup: ένα θεσμό που έχει συσταθεί αυθαίρετα, δεν καθορίστηκε από κάποια Συνθήκη και δεν ακολουθεί κάποιους κανόνες, του οποίου ο εσωτερικά εκλεγμένος πρόεδρος λειτουργεί στη συνέχεια ως εκπρόσωπος του πιο ισχυρού και άρα έχοντος την μεγαλύτερη επιρροή κράτους μέλους – της Γερμανίας, με άλλα λόγια.

  Ουσιαστικά μια δομή εξουσίας αποκρύπτει κάποια άλλη. Παρ’ όλα αυτά δε πρέπει να βγάλουμε βεβιασμένα συμπεράσματα πως το υπαρκτό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι απλά το προκάλυμμα του «Γερμανικού Ιμπεριαλισμού», ακόμα και εάν αυτός ο ιμπεριαλισμός υφίσταται. Επειδή κατά κάποιο τρόπο η Γερμανική ηγεμονία που δραστηριοποιείται επί του παρόντος στην Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή από το να είναι έμμεση, υποβοηθούμενη ή όχι από το πλαίσιο αυτό (παρεμπιπτόντως, στην περίπτωση της «Ελληνικής τιμωρίας» θα επωφεληθεί από ένα πλήθος ευνοϊκών συνθηκών). Με άλλα λόγια είναι μερική αυτή η ηγεμονία, εξαρτώμενη από τις προκλήσεις που προέρχονται από διάφορους αντιπάλους που επίσης συμμετέχουν στο «εξουσιαστικό μπλοκ» σε διαφορετικό ποσοστό, αντιπάλοι οι οποίοι φέρνουν μαζί τους δυνητικά βαθιές διασπάσεις.

  Αναμφίβολα, μεταξύ αυτών των αντιπάλων (της Γερμανίας) υπάρχουν και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (ο συνασπισμός των οποίων θα μπορούσε τελικά να ισοδυναμεί με την Γερμανική ηγεμονία, με εξαίρεση – όπως είδαμε ξεκάθαρα τις τελευταίες εβδομάδες – που αναχαιτίζονται εντός και εκτός λόγω της οικονομικής και της συνεχώς αυξανόμενης ιδεολογικής τους εξάρτησης) καθώς και επίσης – και για αυτό είμαστε πεπεισμένοι – η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

  Επειδή το συμφέρον της Γερμανικής οικονομίας (η οποία θέλει να διασφαλίσει μια προνομιακή θέση στην παγκόσμια αγορά) δε συνάδει με το συμφέρον του τραπεζικού συστήματος (του οποίου θησαυροφύλακας είναι η ΕΚΤ, με επικεφαλής έναν πρώην υπάλληλο της Goldmann Sachs), θα ήταν εντελώς εσφαλμένο να υποθέσουμε ότι το Βερολίνο και η Φρανκφούρτη είναι σε αρμονία (με τον ίδιο τρόπο, συμπτωματικά, που η επιθετική ηθικολογία του κ. Σόιμπλε δεν ταυτίζεται με τον κερδοσκοπικό πραγματισμό του νομισματικού ιδρύματος, όπως είδαμε στις περιοδικές συγκρούσεις μεταξύ του κ. Ντράγκι και του κ. Βάιντμαν). Αυτός είναι ο λόγος που, όταν συζητάμε για «νεοφιλελευθερισμό», θα ήταν συνετό να είμαστε επιφυλακτικοί όσον αφορά τις γενικεύσεις, που είναι συχνές μεταξύ των μελών της άκρας αριστεράς, διότι ένα κοινό ιδεολογικό πλαίσιο δεν υπαγορεύει μια και μοναδική πολιτική ούτε επιλύει τις συγκρούσεις συμφερόντων.

  Χωρίς αμφιβολία, η ΕΚΤ έπαιξε καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια του επεισοδίου που μόλις εκτυλίχθηκε, ρόλος που έφτασε να καταγγελθεί μέχρι και «τρομοκρατικός»: αποκλείοντας τις Ελληνικές τράπεζες από τις παροχές ταμειακής ρευστότητας, η ΕΚΤ εξανάγκασε την Ελληνική κυβέρνηση να τις κλείσει και να εφαρμόσει Έλεγχο Κεφαλαίων, οδηγώντας έτσι την οικονομία της χώρας στα πρόθυρα της ασφυξίας και αναγκάζοντας τον Τσίπρα να επιλέξει μεταξύ της παράδοσης και του χάους. Ο Σόιμπλε και ο Ντάισελμπλουμ εκμεταλλεύτηκαν αυτό τον εκβιασμό, ένα γεγονός που δεν σηματοδοτεί πως αυτή η συμμαχία λειτούργησε αυτομάτως. Ο Ντράγκι σαφώς δεν ήθελε η Ελλάδα να αποχωρήσει από το ευρώ (ενώ ο Σόιμπλε δεν έδινε και πολύ σημασία ενώ στην πραγματικότητα θα μπορούσε ακόμα και να θέλει η Ελλάδα να αποχωρήσει, προκειμένου να «συσπειρώσει» την Ευρωζώνη γύρω από τη Γερμανία): πήρε το ρίσκο και αυτό απέδωσε (προς το παρόν). Η μακροπρόθεσμη εικόνα είναι τελείως διαφορετική. Ο καταμερισμός εντός του συντεθειμένου «κυβερνόντος σώματος» της Ευρώπης, αποτελεί επίσης μέρος του «υπαρκτού συντάγματος» της.

  Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εντάξουμε τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε παραπάνω: ότι η συμφωνία αποτελεί ουσιαστικά ανεφάρμοστο τελεσίγραφο αποτελούμενο από «μη ρεαλιστικές και ανέφικτες μεταρρυθμίσεις», (από τη Le Monde, την 07/14/2015, μια εφημερίδα που στην πραγματικότητα είχε αδυσώπητα πιέσει για την έγκριση αυτών των μεταρρυθμίσεων), ένα τελεσίγραφο που θα υλοποιηθεί δια της βίας σε βαθμό παραλογισμού. Σαφώς, αυτό θα εξαρτηθεί από την αντιπολίτευση που θα αναδυθεί (στην Ελλάδα και, ει δυνατόν, εκτός Ελλάδας, διότι αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και όλους τους πολίτες της Ευρώπης), της αντιπολίτευσης που θα αναπτυχθεί και θα αποκτήσει αξιοπιστία καθώς θα αποκαλύπτονται οι αντιφάσεις και οι καταστροφικές συνέπειες του τελεσίγραφου που δόθηκε. Αλλά η αντιπολίτευση θα εξαρτηθεί και από τις επιπτώσεις των συνεχώς αυξανόμενων ποικιλόμορφων στρατηγικών που χρησιμοποιούνται από τα Ευρωπαϊκά κράτη σε σχέση με την κρίση.

  Σε αυτό το σημείο και πριν από τη διείσδυση στην καρδιά των σημερινών αντιφάσεων, μια παρένθεση θα ήταν μια καλή ιδέα, μίας και θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αποκαλύψουμε τι προέκυψε από τις διαπραγματεύσεις της συμφωνίας των Βρυξελλών της 12ης και 13ης Ιουλίου.

 

  Η «Νύχτα των Βρυξελλών» αποκαλύπτει Γαλλο-Γερμανικούς διχασμούς

  Σε γενικές γραμμές, οι πολιτικοί παρατηρητές συμφωνούν να διαχωριστούν τα Ευρωπαϊκά κράτη σε τέσσερις ομάδες, σε σχέση με την «Ελληνική κρίση» και την εκλογικευμένη επίλυση της (εξαιρούμενης της Μ. Βρετανίας που δεν έχει λόγο σε αυτή την υπόθεση, ιδίως δεδομένου ότι είναι απασχολημένη συζητώντας ένα ενδεχόμενο BRexit): Η Γερμανία και οι γειτονικές ή μη χώρες που συντάσσονται με τη Γερμανική πολιτική ή την σφετερίζονται (έτσι ώστε να χρησιμεύσουν ως ακρόπρωρα στις πιο «ανελέητες» Γερμανικές απαιτήσεις – έφη Le Monde), οι «φτωχές χώρες» της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης που «συνθηκολόγησαν κάνοντας σημαντικές θυσίες» προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην Ευρωζώνη και οι οποίες δεν θέλουν τους Έλληνες να «επωφεληθούν», οι «υπερχρεωμένες» χώρες της Νότιας και Δυτικής Ευρώπης που δέχτηκαν τα μέτρα λιτότητας που απορρίφθηκαν από τους Έλληνες και ακολούθως πορεύθηκαν ποικιλοτρόπως και τέλος η Γαλλία (και κατά κάποιο τρόπο η Ιταλία), οι οποίες δεν συμμορφώνονται πραγματικά με τους κανονισμούς της «συμφωνίας για τη δημοσιονομική πειθαρχία», αλλά παρ’ όλα αυτά επιθυμούν να θεωρούνται μέλη του πυρήνα της Ευρωπαϊκής «Εκτελεστικής Επιτροπής».

  Στην πραγματικότητα, η ταξινόμηση αυτή συνοψίζεται σε δύο ομάδες, επειδή ο αντι-Ελληνικός ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων Ευρωπαϊκών χωρών – εκτός από τη Γαλλία και την Ιταλία («δεν μπορούμε πλέον να είμαστε σίγουροι», «δεν συμφωνούμε πλέον στο να πληρώσουμε») – χρησιμοποιήθηκε άμεσα (αν δεν ενορχηστρώθηκε) στη περίπτωση της Ελλάδας από τη Γερμανία (όπου η «γραμμή Σόιμπλε» επικράτησε της «γραμμής Μέρκελ» στη Γερμανική πολιτική). Μόνον η Γαλλία, σιωπηρά υποστηριζόμενη από την Ιταλία, πήρε μια (μετριοπαθώς) διαφορετική θέση (ιδίως όσον αφορά το ζήτημα του Grexit).

  Ως εκ τούτου, η κατανόηση του Γαλλο-Γερμανικού διχασμού είναι καίριας σημασίας και επί της βάσης της είναι αρκετά αποφασιστική, αλλά προφανώς όχι για τους λόγους που υπερασπίζεται η Γαλλική προεδρία.

  Όσον αφορά τη Γερμανική κυβέρνηση και την «ακαμψία» της, πιστεύουμε ότι η ιδεολογία και η πολιτική έχουν παίξει σαφώς πιο θεμελιώδη ρόλο από τα οικονομικά (έστω και αν είναι αλήθεια ότι οι Γερμανικές τράπεζες εξακολουθούν να έχουν ένα τεράστιο κομμάτι της καθαρής αξίας της Ελλάδας και ότι ο Γερμανικός προϋπολογισμός παρέχει σχεδόν το ένα τρίτο των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλληλεγγύης). Φανερώνουν τόσα πολλά για την Γερμανική εσωτερική πολιτική και το στόχο να δημιουργήσει μια διακρατική ηγεμονία – αυτή της «Γερμανικής Ευρώπης», την οποία ο Ούλριχ Μπεκ περιγράφει στο διάσημο πλέον βιβλίο του όχι ως κατάκτηση, αλλά περισσότερο σαν υπόθεση εργασίας κάποιου γυμνασιάρχη.

  Τα δύο σενάρια που επινόησε το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας και καιροσκοπικά διέρρευσαν λίγο πριν από την εκ νέου σύγκληση του Eurogroup – είτε η προσωρινή έξοδος της Ελλάδας από το Ευρώ (προσωρινή ρύθμιση, η οποία όλοι γνώριζαν πως θα εξελισσόταν σε μόνιμη) είτε η αναγωγή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο και η απαλλοτρίωση των πόρων της – ήταν επί της ουσίας ισοδύναμα (από πολιτική άποψη), ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι και στις δύο περιπτώσεις, ο απώτερος στόχος ήταν πράγματι την καταστροφή της κυβέρνησης Τσίπρα. Το δεύτερο σχήμα επικράτησε, λόγω των δυσκολιών επί της «αρχής» του πρώτου σχεδίου: μένει να δούμε αν το Υπουργείο θα φέρει επιτυχώς εις πέρας το έργο του (αν και φαίνεται ήδη να το πετυχαίνει).

 

  Τι συνέβη λοιπόν από τη Γαλλική πλευρά της κρίσης; Αρχικά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, ότι σε αντίθεση με τους Γερμανούς, σε κάποιο σημείο ο Ολάντ πείστηκε ότι ο μόνος τρόπος για να «περάσουν» τα μέτρα λιτότητας στον ελληνικό λαό ήταν η «παροχή συμβουλών» στον Τσίπρα ώστε να κάνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να υποβαστάξει το βάρος τους (αν και αυτό το έργο θα είναι πολύ πιο δύσκολο – αν όχι αδύνατο – με δεδομένη την ακραία φύση των μέτρων που επιβάλλονται από τη Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής). Το ίδιο το δημοψήφισμα (που εξόργισε τους Γερμανούς και σκλήρυνε την αποφασιστικότητά τους να «συντρίψουν» την Ελληνική κυβέρνηση) έπαιξε κάποιο ρόλο σε αυτή τη λογική. Σε τελική ανάλυση, ο ίδιος ο Ολάντ έχει κάποια εμπειρία στην αθέτηση προεκλογικών υποσχέσεων και πρέπει να υπέθεσε πως με την ίδια ευκολία θα θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι…

  Δυο ακόμη παράγοντες προστέθηκαν στις διαπραγματεύσεις, ώστε να πιεστεί ο Ολάντ να ρισκάρει τα πάντα προκειμένου να αποφευχθεί το Grexit: η άποψη της Γαλλικής Αριστεράς – που κατά κύριο λόγο υποστήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ – σχετικά με τις επιπτώσεις της αποπομπής της Ελλάδας και η εχθρική στάση της Αμερικής απέναντι σε ένα ενδεχόμενο Grexit που είναι αποτέλεσμα της πεποίθησης των κινδύνων που θα προκύψουν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα (από το 2008 στις ΗΠΑ καλλιεργείται μια εμμονή σχετικά με τον «συστημικό ρίσκο»). Αλλά αναμφίβολα το κομβικό σημείο είναι το ζήτημα που έθεσε ο κ. Βαρουφάκης σε άρθρο του στην εφημερίδα The Guardian στις 10 Ιουλίου 2015: η Γερμανία χρησιμοποιεί τη κατάσταση στην Ελλάδα για να «νουθετήσει» τη Γαλλία, να επιβάλλει τη δημοσιονομική πειθαρχία – που η Γαλλία στη πραγματικότητα είναι ανίκανη να εφαρμόσει – και να χειραγωγήσει τη κοινή γνώμη σχετικά με τις «κυρώσεις» που θα πρέπει να επιβληθούν.

  Και πάλι το θέμα είναι πολιτικής φύσης˙ θέτει πολλά ερωτήματα σχετικά με τη κατανομή εξουσίας στην Ευρώπη και τον έλεγχο της κυριαρχικής διαλεκτικής. Εκείνη τη μοιραία νύχτα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Ολάντ (ίσως βοηθούμενος από τη Μέρκελ εναντίον του ίδιου του υπουργού της) «κέρδισε τη μάχη» για να κρατήσει την Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ. Αλλά αναμφισβήτητα «έχασε» σε σχέση με τους όρους που επιβλήθηκαν για αυτό και επειδή αυτές οι προϋποθέσεις είναι που θα καθορίσουν τι θα επακολουθήσει, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η φαινομενική «νίκη» του δεν θα τον πάει πολύ μακριά …

  Τα άλυτα προβλήματα – που φούντωσαν λόγω των αποκλίσεων της προηγούμενων εβδομάδων – είναι άρρηκτα και εξίσου «Ελληνικά» όσο και «Ευρωπαϊκά» προβλήματα. Παρά το γεγονός ότι πρέπει να εξεταστούν εναλλακτικά και από τις δυο πλευρές, στη πραγματικότητα αυτό σημαίνει για ακόμα μια φορά, ότι αποδεικνύεται σε ποιο βαθμό διακυβεύεται το μέλλον της Ευρώπης από τη περίπτωση της Ελλάδας, καθώς και σε ποιο βαθμό οι Ελληνικές αποφάσεις (οι αντιστάσεις, οι προτάσεις και τελικώς τα λάθη και οι αποτυχίες τους) θα οδηγήσουν σε συνέπειες για το σύνολο της Ευρώπης του σήμερα.

  Τρία γενικά ζητήματα εμφανίζονται στο προσκήνιο εντονότερα από ποτέ: το χρέος και η πολιτική οικονομία, οι διαρθρωτικές ανισότητες, και οι νέες σχέσεις κυριαρχίας, δηλαδή η δημοκρατία και ο κίνδυνος της ακροδεξιάς.

  Ένα ανεξέλεγκτο Ευρωπαϊκό χρέος, ένα ακόμη ασταθές νόμισμα.

  Ας αρχίσουμε με το χρέος. Κρίνεται σκόπιμο να θυμηθούμε κάτι προφανές: το σωρευτικό Ευρωπαϊκό χρέος – του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα – εξακολουθεί να αυξάνεται και να παράγει τα δικά του τοξικά παράγωγα, και ως εκ τούτου θέτει τη σταθερότητα του Ευρώ σε μόνιμο κίνδυνο. Δεν διαθέτει – σε αντίθεση με τις ΗΠΑ – ούτε έναν μηχανισμό αντιστάθμισης με τη μορφή ενός καθολικά αποδεκτού ως συσσωρευμένου αποθεματικού νομίσματος, ούτε μια κεντρική τράπεζα που έχει εξουσιοδότηση να «δανείσει ως έσχατη λύση», και ως εκ τούτου περιλαμβάνει τόσο κερδοσκοπικούς κινδύνους όσο και τους κινδύνους της οικονομικής στασιμότητας, όπως βλέπουμε να συμβαίνει αυτή τη στιγμή.

  Αμέριστη προσοχή δίνεται στο δημόσιο χρέος διότι: οι Ηνωμένες Πολιτείες – από το 1880 – έχουν εμπλακεί μαζικά στην εξάρτηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές˙ η διάσωση και τροφοδότηση των ρευστών διαθέσιμων στις ιδιωτικές τράπεζες από την ΕΚΤ (εκτός από την περίπτωση που πρέπει να ασκηθεί πίεση στην Ελληνική κυβέρνηση) είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή μετάθεση των κινδύνων των κερδοσκοπικών ενεργειών στους φορολογούμενους πολίτες˙ ο νεοφιλελεύθερος πολιτικός λόγος δεν έχει σταματήσει να επιπλήττει τις «σπάταλες» ΗΠΑ. Στη πραγματικότητα το μεγαλύτερο μέρος του χρέους είναι ιδιωτικό, δηλαδή χρέος που θα εξαναγκάσει τις οικονομίες να κινηθούν μεταξύ της Σκύλλας των πολιτικών λιτότητας και της Χάρυβδης της χρηματοοικονομικής υποχρέωσης.

  Αυτό το πρόβλημα αφορά την Ευρώπη στο σύνολό της (έστω και αν το κοινό νόμισμα δεν έχει υιοθετηθεί από όλες τις χώρες αυτή τη στιγμή και χωρίς αμφιβολία ποτέ δεν πρόκειται). Το Ελληνικό χρέος αντιπροσωπεύει χωρίς αμφιβολία ένα συγκεκριμένο συστημικό κίνδυνο (που δεν τον μειώνουμε στραγγαλίζοντας την Ελληνική οικονομία ή εξαντλώντας όλες τις πιθανές δυνατότητες αποπληρωμής του!), αλλά είναι το όλο σύστημα έχει εμπλακεί σε μια νοσηρή πορεία που θα εξαναγκαστεί να κληθεί για εξεύρεση κοινής λύσης – με άλλα λόγια αναδιάρθρωση στο πλαίσιο της μετατροπής της ευρωζώνης σε ένα συνεκτικό οικονομικό χώρο, όχι μόνο ενσωματωμένο ή «πειθαρχημένο», αλλά προσανατολισμένο στην προοπτική της συλλογικής βιομηχανικής ανάπτυξης και μεταμόρφωσης.

  Εξ ου και η ορθότητα της πρότασης της Ελληνικής κυβέρνησης να εξεταστούν οι συνθήκες της ελάφρυνσης του χρέους της και της αναγέννησης της στο πλαίσιο της «πανευρωπαϊκής διάσκεψης για το χρέος» – λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των μεταβλητών του προβλήματος και λαμβάνοντας επίσης υπόψη τους διάφορους μετόχους – μια πρόταση που ταχέως αποκλείστηκε από τους «θεσμούς» χωρίς καν να την ακούσουν. Η Ελληνική πρόταση αυτή ήταν συγκλίνουσα με τα συμπεράσματα του ΔΝΤ, αφότου ανακάλυψε το «λάθος υπολογισμό» στο επίκεντρο του προηγούμενου σχεδίου λιτότητας για την Ελλάδα (που δεν οδήγησε σε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα).

  Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε για τις αιτίες πίσω από τα αδυσώπητα και ανυπέρβλητα εμπόδια που εμποδίζουν την Ευρώπη να αντιμετωπίσει το οικονομικό της πρόβλημα ορθολογικά και σε αποτελεσματικό επίπεδο: ποιος είναι ο λόγος που προσπαθεί αδιάκοπα να βρει αποδιοπομπαίους τράγους; Ο εθνικισμός και ο βραχυπρόθεσμος εγωισμός προφανώς, μαζί με τις προαναφερθείσες ιδεολογικές εμμονές, καθώς επίσης τα τραπεζικά συμφέροντα και για άλλη μια φορά, η αντικοινωνική συμπεριφορά μιας χώρας (της Γερμανίας), μιας χώρας που υποβάλλει αδιαλείπτως δημοσιονομικά πλεονάσματα εις βάρος των γειτόνων της και η οποία έχει επωφεληθεί μακροπρόθεσμα από τις σημαντικές «μεταβιβάσεις» από τις χρεωμένες χώρες, αποκομίζοντας κέρδη στις χρηματοπιστωτικές αγορές από τα spreads των εθνικών επιτοκίων.

  Μπορούμε να δούμε λοιπόν γιατί η Γερμανία δεν θα πιεστεί να εμπλακεί σε από κοινού αγώνα κατά της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής με τους Νότιους γείτονες της, ενώ ταυτόχρονα επίσης είναι η πιο ηχηρή κριτικός κατά της διαφθοράς, καθώς προσπαθεί να δικαιολογήσει την επιβολή της κηδεμονίας. Την ίδια στιγμή όμως η Γερμανία θέτει ακατάπαυστα την αξία και τη σταθερότητα του νομίσματος σε κίνδυνο, ένα νόμισμα του οποίου ο χαρακτήρας έχει διακηρυχτεί ως ιερός και απαραβίαστος.

  Η Ευρώπη των ανισοτήτων, ρήγματα και κυριαρχίες

  Το ζήτημα του χρέους και η έλλειψη λύσης – μια λύση που θα έχει ως βάση τη πολιτική βούληση για Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη – εγείρει ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο είναι ιδιαιτέρως πιο ανησυχητικό για το Ευρωπαϊκό μέλλον: την ανάπτυξη των εσωτερικών ανισοτήτων. Δεν έχουν μια σαφή μορφή, εφόσον προκύπτουν από κοινωνικές και ιστορικές αιτίες που βυθίζονται στην ιστορία της ηπείρου στο σύνολό της, και επίσης επειδή προέρχονται από τις διαδοχικές διαιρέσεις και επανενώσεις της (αγνοώντας εδώ τη ρητορική για «πολιτισμικές διαφορές», την οποία τα ΜΜΕ και ορισμένοι πολιτικοί σχολιαστές λατρεύουν, με μια δόση ενδοευρωπαϊκού ρατσισμού).

  Παρ ‘όλα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν και είχαν την τάση να ταλαντεύονται έναντι ενός άξονα Ανατολής-Δύσης, (ενισχυμένο από τις πολιτικές διασπάσεις στην Ευρώπη και από την ετερογένεια των οικονομικών συστημάτων της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου) οι εσωτερικές ανισότητες φαίνεται τώρα να βασίζονται σε έναν άξονα Βορρά-Νότου.

  Η ψευδο-οικονομική ανάλυση της Ελληνικής κρίσης – που ακολουθήθηκε μετά από τις «λύσεις» που επιβλήθηκαν στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (όπου οι δημόσιοι λογαριασμοί και η αξιοπιστία των τραπεζών είχαν αποκατασταθεί με αντίτιμο την έκρηξη της ανεργίας) – αποδεικνύουν δραματικά το μέγεθος του χάσματος που βαθαίνει εντός της «ενωμένης» Ευρώπης, της οποίας η αρχική ιδέα ήταν να απαλειφθούν οι εχθρότητες μεταξύ των λαών της στον απόηχο του πολέμου, ανοίγοντας τις προοπτικές της ευημερίας και της συνέργειας.

  Προφανώς, αυτή είναι η λογική του φανατικού οικονομικού φιλελευθερισμού, ο ίδιος φανατισμός που κατοχυρώνεται από τις συμφωνίες «νέας γενιάς»: να μετατρέψει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα σε ανάπτυξη ανισοτήτων και τελικώς σε σχέσεις κυριαρχίας. Ορισμένοι αναλυτές της ριζοσπαστικής Αριστεράς – ωθούμενοι από το ιστορικό των σχέσεων μεταξύ του γεωγραφικού «Βορρά» και «Νότου» – βλέπουν το ζήτημα ως μια ήδη εγκαθιδρυμένη αποικιοκρατική σχέση εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής ηπείρου, που έχει και την μορφή της «εξειδίκευσης στον τομέα του τουρισμού» των περιοχών της Μεσογείου αλλά και την παροχή μορφωμένου εργατικού δυναμικού στις περιοχές του Βορρά.

  Από αυτή την άποψη, η Γαλλία (σε βιομηχανική παρακμή και με σταθερά υψηλό ποσοστό ανεργίας) θα κατέχει την θέση του μεσάζοντα, που είναι δύσκολο να διαχειριστεί παρά το μέγεθος της, ενώ τα νέα κράτη μέλη της κεντρικής Ευρώπης (έχοντας περάσει από τη δοκιμασία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και έχοντας προσχωρήσει στη πιο αδιάλλακτη ιδεολογία των αγορών) θα εξειδικευθούν στην ανάληψη εξωτερικών ανάθεσεων προς κέρδος της δεσπόζουσας περιοχής.

  Η παρούσα θέση είναι απλουστευμένη, κυρίως επειδή τείνει να μη λαμβάνει υπόψη κοινωνικές και εδαφικές ανισότητες που είναι κοινές στο εσωτερικό κάθε «περιοχής» και χώρας – ανισότητες που ενισχύονται από τη νεοφιλελεύθερη λογική. Ωστόσο, η διατύπωση αυτή έχει το πλεονέκτημα πως εφιστά τη προσοχή μας τόσο στις διαρθρωτικές όσο και στις σχεδόν εχθρικές πολώσεις που λαμβάνουν χώρα.

  Κατά την άποψη μας θα πρέπει να προστεθεί μια πιο άμεση και συγκεκριμένη θεωρία, που είναι και πιο στενά συνδεδεμένη με την περίσταση: η Νότια Ευρώπη (κυρίως η Ελλάδα και η Ιταλία) δεν βρίσκεται απλώς σε διαδικασία αναπαραγωγής μορφών εξάρτησης και κυριαρχίας στον πυρήνα της, αναπαράγοντας αναλόγως την αποικιοκρατία (σε κάποια σημεία «εποικοδομητικά» και σε κάποια άλλα «αποδομητικά»).

  Η Νότια Ευρώπη αναπτύσσει οργανικούς συσχετισμούς με ένα ασταθή και ανησυχητικό «Νότο» (τόσο διαμέσου του Μεσογειακού χώρου στον οποίο ανήκει όσο και στην ηπειρωτική Ευρώπη), έναν «Νότο» ο οποίος θα είναι αδύνατον να περιοριστεί πίσω από τείχη ή συνοριακές επιχειρήσεις. Φυσικά με ένα «νέο Νότο» εννοούμε την μετανάστευση για οικονομικούς – και προσφυγικούς – λόγους, υπό την απειλή εμφύλιων πολέμων και αντιδράσεων εξαιτίας των Δυτικών παρεμβάσεων (των οποίων οι συνέπειες δεν λήφθηκαν υπόψη από εκείνους που τις τέλεσαν).

  Η δική μας επιχειρηματολογία είναι ξεκάθαρη: εάν θεωρείται αυταπάτη να πιστεύουμε πως θα μπορούσαμε να είμαστε ακόλουθοι – ή συντηρητές – του «Ευρωπαϊκού οικοδομήματος» εν μέσω τέτοιων πολώσεων και αντικρουόμενων συγκρούσεων (τα οποία ολοένα και ενισχύονται σε όλη την Ευρώπη), είναι μεγαλύτερη ψευδαίσθηση να πιστεύει κανείς πως η Ευρώπη θα μπορούσε να υφίσταται ως πολιτικό όργανο που μπορούσε να «εξουδετερώσει» και να «αποκρύψει» τα ρευστά που συνδέονται με τη παγκοσμιοποίηση και από την οποία απορρέουν και καταλήγουν.

  Αυτό που έχει επιβεβαιωθεί για τη παρέμβαση του ΔΝΤ – ενός οργανισμού που είναι κυρίως επιφορτισμένος με την αναδιάρθρωση οικονομιών που επλήγησαν από νομισματική κατάρρευση – στη ρύθμιση της δημοσιονομικής διαφοράς του προϋπολογισμού μεταξύ των μελών της ευρωζώνης, επίσης ισχύει όσον αφορά τα μεταναστευτικά ρεύματα και τις νέες συγκρούσεις στα «περιθώρια» της Ευρώπης. Μια όλο και περισσότερο διχασμένη Ευρώπη δεν περιορίζεται πλήρως «εντός της Ευρώπης». Πριν εξαφανιστεί από το προσκήνιο ο κ. Γιούνγκερ είχε το χρόνο να καταφερθεί με οργή κατά του «εγωισμού» των Ευρωπαϊκών κρατών που αρνούταν να «διαμοιραστούν» τα φορτίο των προσφύγων: γιατί δεν ώθησε την διορατικότητα στην λογική της κατάληξη, καταγγέλλοντας τη παρέκκλιση – που είναι ο πνιγμός της Ελλάδας – ενός από τα δυο κράτη που αντιμετωπίζουν την άφιξη τους σε καθημερινή βάση; Θα είναι πολύ αργά εκ των υστέρων να χτίσουν τείχη στην καρδιά των Βαλκανίων ή στις όχθες του Δούναβη…

  Σε περίπτωση απουσίας της Ευρωπαϊκής δημοκρατίας, κράτος λαϊκισμού Το τρίτο είναι σαφώς το δημοκρατικό πρόβλημα, που τονίστηκε με όλη του τη σοβαρότητα από το τερατώδες προϊόν της 13ης Ιουλίου 2015 – εξ ου και το πρόβλημα της νομιμότητας των εξουσιών στην Ευρώπη. Ξανά και ξανά, όλοι το έχουν επαναλάβει. Αλλά θα πρέπει να προσεγγιστεί με όλα τα περιεχόμενα και στη παρούσα κατάσταση του – ξεφεύγοντας από το απλώς να μιλάμε για τις τυπικές πτυχές της θεσμικής κρίσης, όσο σοβαρές και ας είναι. Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, το πιο σοβαρό επιχείρημα που επικαλέστηκαν πριν (και κατά μείζονα λόγο μετά) το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, στη προσπάθεια τους να αποκλείσουν τα αιτήματα της Ελληνικής κυβέρνησης για τη διαπραγμάτευση (για το χρέος, την οικονομία και το μέλλον της χώρας στο οικοδόμημα της Ευρώπης) ήταν το εξής: οι ανάγκες ενός λαού ή ενός κράτους μέλους της ΕΕ (ή ενός μέλους της Ευρωζώνης) δεν μπορεί να υπερισχύσει των αναγκών των άλλων 18 (ανάγκες που εκφράζονται από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, βασίζοντας τη νομιμότητά τους στις τακτικές εκλογές).

  Αυτό το επιχείρημα είναι πιθανόν να αντικατοπτρίζει ένα «στοιχείο επικοινωνίας» που δημιουργήθηκε στις Βρυξέλλες και επικοινωνήθηκε κατά κόρον από τους ανταποκριτές του Τύπου που πρόσκεινται στη Κομισιόν (κυρίως από τη Le Monde και τη Liberation στη Γαλλία). Περιέχει την ιδέα ότι ένα «μέρος» δεν μπορεί να αποφασίσει για το «σύνολο» (όχι περισσότερο θα πρέπει να πούμε, από ότι το «σύνολο» μπορεί να επιβάλει σε ένα «μέρος» την θυσίας της ύπαρξής του, με την εξαίρεση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος). Ωστόσο, το επιχείρημα ισχύει μόνο αν, ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών, μια αντιφατική συζήτηση έλαβε χώρα στην οποία ο «λαός» – σύμφωνα με την δημοκρατική έννοια του όρου (το σύνολο των πολιτών που θα πρέπει να εκπροσωπούνται και να επηρεάζονται από την τελική απόφαση) – έλαβε μέρος.

  Η Ευρωπαϊκή τεχνοδομή και οι πολιτικές τάξεις των διαφόρων χωρών (οι οποίοι με ζήλο προστατεύουν το μονοπώλιο της «διαμεσολάβησης» τους μεταξύ εθνικού και Ευρωπαϊκού επίπεδου), δεν θέλουν να ακούσουν ούτε κουβέντα περί κάτι τέτοιου. Ήμασταν ακόμα πολύ μακριά από αυτό, όταν ορισμένες χώρες διενέργησαν δημοψηφίσματα το 2005 σχετικά με το σχέδιο περί «Ευρωπαϊκού Συντάγματος», παρά το γεγονός ότι υπήρξαν κάποιες αληθινές στιγμές συζήτησης και συλλογικής συμμετοχής. Αλλά οι αρνητικές ψήφοι που λήφθηκαν στη Γαλλία και την Ολλανδία (ανεξάρτητα από την πολυπλοκότητα της ερμηνείας τους) χρησιμοποιήθηκαν σύντομα για να αποκλείσουν ακόμη και την ιδέα της λαϊκής διαβούλευσης και να ακυρώσουν τα αποτελέσματά τους: αντιμετώπιση η οποία είχε τεράστια επίδραση στην αποσύνθεση της πολιτικής συνείδησης στην Ευρώπη και η οποία ως ένα βαθμό εξηγεί τη βία των αντιδράσεων που προκλήθηκαν από το Ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου.

  Ένα φάντασμα στοιχειώνει την Ευρώπη, και είναι η φωνή του λαού, ακόμα και η δύναμη του λαού. Αλλά δεδομένου ότι η άνοδος των δημοκρατικών αιτημάτων πάει χέρι-χέρι με την ανησυχία – και κατά κάποιο τρόπο με την οργή – που παράγεται από την υποκατάσταση των πολιτικών αποφάσεων του εθνικού κράτους με υπερεθνικά όργανα και ασαφής οργανισμούς που δεν υπάγονται σε λαϊκό έλεγχο, ένα «αποζημιωτικό» πακέτο έχει τεθεί σε εφαρμογή, ένα πακέτο το οποίο έχει καταστροφικές συνέπειες βραχυπρόθεσμα και τρομερά ανησυχητικές επιπτώσεις για το μέλλον.

  Αξιοποιώντας στο έπακρο το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους εξαγοράστηκε από «δημόσιους» Ευρωπαϊκούς οργανισμούς, η πεποίθηση πως διαρκώς «πληρώνουν για τους Έλληνες» (οι οποίοι δεν κάνουν κάτι άλλο παρά να σπαταλούν τα χρήματα που τους έχουν «δοθεί», ενώ στη πραγματικότητα τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα δαπανώνται για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων προηγούμενων δανείων) έχει σφυρηλατηθεί στην αντίληψη των φορολογούμενων πολιτών διάφορων γειτονικών χωρών, ταυτόχρονα με την ιδέα ότι προσωπικά θα «χάσουν» σημαντικά ποσά αν οι Έλληνες χρεοκοπήσουν χωρίς να έχουν προσφέρει κάποιες εγγυήσεις (ενώ οι απώλειες αυτές είναι εικονικά ποσά των οποίων η πραγματική επίπτωση στα οικονομικά της κάθε χώρας εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τους οικονομικούς συσχετισμούς).

  Η εφαρμογή αυτής της κρατικής προπαγάνδας που χειραγωγεί τη κοινή γνώμη δημιουργεί ένα λαϊκισμό, ή μάλλον έναν εξτρεμισμό «του κέντρου» (για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του Ούρλιχ Μπίλεφελντ), που είναι ιδιαίτερα ισχυρός στη Γερμανία, όπως επίσης στη Γαλλία και την Ολλανδία, και θεσμοθετήθηκε σε χώρες όπως η Φιλανδία όπου η σύγκλιση με τη ξενοφοβία είναι ξεκάθαρα ορατή.

  Ως αποτέλεσμα, η οικονομική κρίση εξελίσσεται ως κενό εκπροσώπησης, η οποία συνδέεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία θεσμική δυνατότητα για τους Ευρωπαίους πολίτες – είτε ως άτομα, είτε ως εδαφικές περιοχές, ή ακόμη και ως τοπικές, εθνικές ή διακρατικές κοινότητες – να ελέγξουν πραγματικά τις αποφάσεις που λαμβάνονται εν ονόματι τους (η Ευρωβουλή δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα άδειο κέλυφος, ένα κέλυφος που δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην εξέταση της Ελληνικής χρεοκοπίας και τις ευρύτερες συνέπειες της, εκτός από τις προκλητικές και περιφρονητικές δηλώσεις που έγιναν από τον πρόεδρο του, τον κ. Σουλτς).

  Αλλά επίσης η κρίση ολοένα και περισσότερο παίρνει τη μορφή της εκδίκησης του επιθετικού εθνικισμού (αντί-Έλληνες, αντί-Γερμανοί) και της ξενοφοβίας, εναντίων εσωτερικών «μειονοτήτων» και εξωτερικών ανταγωνιστών, και συνενώνεται με την ανάπτυξη των οργανωμένων δυνάμεων, των συλλογικών παθών και του αντι-πολιτικού και αντί-Ευρωπαϊκού λόγου.

  Οι ίδιες οι κυβερνήσεις είναι οι ηθικοί αυτουργοί αυτού του τεράστιου λαϊκισμού (αν και σπάνια περιγράφεται έτσι) καθώς και τα τμήματα που αποτελούν το «μεγάλο συνασπισμό» των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών που κατέχουν την πολιτική εξουσία στην Ευρώπη σήμερα, σε στενή συνεργασία με τα τεχνοκρατικά και τα χρηματοοικονομικά κατεστημένα. Αλλά είναι τα κινήματα των νεο-φασιστών τα οποία – σε διαφορετικό βαθμό – ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και τα οποία ήδη δρουν σε μεγάλο βαθμό, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους στην καθημερινότητα της κάθε χώρας. Έχουμε ήδη προχωρήσει αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση, είτε κάτω από το κάλυμμα της προστασίας της «εθνικής ταυτότητας» ή λόγω ανάγκης «άμυνας» απέναντι στους μετανάστες και τις μειονότητες.

  Η «δημοκρατική εφεύρεση» (για να επαναλάβω τον Κλωντ Λεφόρ) που χρειάζεται η Ευρώπη σήμερα, πρέπει να υλοποιηθεί τόσο υπό τη μορφή της θεσμικής λειτουργίας – τη θέσπιση των αρχών της εκπροσώπησης και της διαβούλευσης που λείπουν πλήρως από όλα τα κλιμάκια της πραγματικής εξουσίας – όσο με την ενεργό συμμετοχή στα κοινά, δηλαδή μια κινητοποίηση της μάζας των πολιτών (που θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε αντι-λαϊκισμό) σε όλα τα επίπεδα που απαιτούν διακρατική ευθύνη (από την ελευθερία της πληροφόρησης και το περιβάλλον, μη παραλείποντας τα εργατικά δικαιώματα, τη διακίνηση ευπαθών και άνεργων μεταναστών, έως τη καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής).

  Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο πριν όσο και μετά την άνοδο του στην εξουσία και με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλα Ευρωπαϊκά κινήματα (Αγανακτισμένοι, Podemos), πέτυχε να αφυπνίσει μεγάλες προσδοκίες μεταξύ των πιο προοδευτικών παρατάξεων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, επειδή ακριβώς κινούταν προς αυτή τη κατεύθυνση: αυτό αναμφίβολα σχετίζεται άμεσα με τη σφοδρότητα της επίθεσης που δέχεται και τα ορατά αποτελέσματα της. Λαμβάνοντας υπόψη το τελεσίγραφο των Βρυξελλών και τις συνέπειες του, επιφυλακτικά καταλήγουμε – με τη σύνεση που αρμόζει όταν είμαστε εκτός μιας χώρας ή ενός κινήματος – σε ορισμένες υποθέσεις και σκέψεις σχετικά με τα επιτεύγματα της Ελληνικής αριστεράς (καθώς και για τη κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα)

  Το στρατηγικό δίλημμα του ΣΥΡΙΖΑ

  Το Ελληνικό κοινοβούλιο πρόσφατα ενέκρινε το μνημόνιο των Βρυξελλών με τους προαπαιτούμενους όρους (ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδέσμευση των πρωτογενών κεφαλαίων διάσωσης και την επαναλειτουργία των τραπεζών).

  Η αποδοχή είχε την σαφή πλειοψηφία του κοινοβουλίου, τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπερψήφισαν αλλά με ένα διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό αρνητικών ψήφων, που συμπεριλάμβανε και περίπου τριάντα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (αφότου η Κ.Ε. του κόμματος, με μικρή πλειοψηφία, απέρριψε τη συμφωνία). Ο Τσίπρας δήλωσε (με μια φράση που έχει εξαπλωθεί διεθνώς) πως «δεν πίστευε» στην οικονομική αρετή του σχεδίου των Βρυξελλών, αλλά έπρεπε να το αποδεχτεί προκειμένου να αποφευχθεί η «καταστροφή» τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Ανέλαβε λοιπόν την ευθύνη και απαίτησε αλληλεγγύη. Απεργίες και διαδηλώσεις ήδη λαμβάνουν χώρα. Ποιο είναι το δίδαγμα που πρέπει να μάθουμε από αυτές τις εξελίξεις; Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε για το άμεσο μέλλον και για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες;

  Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η συζήτηση σχετικά με την αξία και τους όρους του «πακέτου» των Βρυξελλών έχει αρχίσει πριν καν εφαρμοστεί. Αυτό ισχύει στην Ελλάδα, με σαφήνεια, αλλά και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων της κοινής γνώμης και των εκπρόσωπων του Τύπου που αναρωτιούνται, μήπως η Γερμανία και η ΕΕ έχοντας «παρατραβήξει το σχοινί» έχουν εξαντλήσει τα όρια της εξουσίας τους. Εάν η απάντηση αποδειχτεί θετική, τότε θα σημαίνει πως το «ζήτημα εμπιστοσύνης» θα έχει αλλάξει στρατόπεδο… Αλλά για αυτό θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε πως θα γίνει η υλοποίηση. Μόλις το σοκ των νέων μέτρων λιτότητας απορροφηθεί από την Ελληνική κοινωνία, αν αυτή καταφέρει να επιβιώσει (πρώτο σημαντικά αβέβαιο γεγονός), η κυβέρνηση Τσίπρα – από την πλευρά της, και αν παραμένει ακόμα στην εξουσία, (δεύτερο αβέβαιο γεγονός) – υπόσχεται: μια πεισματική μάχη για την εκμετάλλευση κάθε ίχνους και κάθε δυνατότητας αυτονομίας που έχει απομείνει από τα υπογεγραμμένα έγγραφα (ένα καλό παράδειγμα είναι η διαχείριση των «ταμειακών εγγυήσεων» που θα ενοποιήσει τα Ελληνικά περιουσιακά στοιχεία), μια συστηματική αντίσταση στην ιδέα πως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να φέρουν το κύριο βάρος των επιβαρύνσεων, κατά κύριο λόγω των δημοσιονομικών, μια σφοδρή επίθεση κατά της διαφθοράς και μια ανανεωμένη επιμονή σχετικά με το ζήτημα των διαρθρωτικών αιτιών του χρέους. Τίποτε από όλα αυτά δε θα επιτευχθεί χωρίς αγώνα (πριν από λίγο καιρό θα λέγαμε «χωρίς ταξική πάλη»…) αλλά όλα αυτά μπορεί να ταρακουνήσουν το τοπίο.

  Παραδόξως, η κύρια «εξωτερική» υποστήριξη που έχει στη διάθεσή ο Τσίπρας σε αυτόν τον αγώνα, προέρχεται σήμερα υπό τη μορφή δηλώσεων από το ΔΝΤ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το ΔΝΤ αρνείται να παίξει το ρόλο που του έχει ανατεθεί από τις Βρυξέλλες, και προβαίνει σε δημοσιοποίηση μιας ριζικά απαισιόδοξης ανάλυσης της «βιωσιμότητας» του Ελληνικού χρέους, καλώντας την Ευρώπη να κάνει περισσότερα ώστε αυτό να μειωθεί. Θα ήταν δύσκολο να υποτιμήσουμε τη σημασία αυτής της τοποθέτησης, ειδικά σε σχέση με την στιγμή που έγινε. Σηματοδοτεί ότι το ΔΝΤ – που είχε πρόσφατα εμπλακεί στις προσπάθειες για την εναρμόνιση της Ελληνικής εξάρτησης στα πρότυπα του «Τρίτου Κόσμου» (όπως στην περίπτωση της Αργεντινής) – μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές αντιφάσεις στο σύστημα δρώντας ως «αντίστροφος διαμεσολαβητής». Αυτό αντιστοιχεί σε μια εξισορρόπηση σχέσεων μεταξύ των διεθνών οικονομικών συμφερόντων και των ενδο-Ευρωπαϊκών πολιτικών στόχων. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί (ή να ελπίζει) ότι αυτό σηματοδοτεί τις απαρχές μιας υφέρπουσας «επαναδιαπραγμάτευσης», ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα παροτρύνει όλες τις κυβερνήσεις του Eurogroup να εντείνουν τις πιέσεις τους για την «τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί». Από την πλευρά του ο κ. Σόιμπλε, που ποτέ δεν ξεχνάει να παίξει και τα δυο χαρτιά, άδραξε την ευκαιρία για να δώσει νέα ώθηση στην ιδέα ενός «προσωρινού Grexit».

  Το δεύτερο στοιχείο στο στρατηγικό δίλημμα, ακόμη πιο σημαντικό, αφορά την εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα (κοινωνική, ηθική, πολιτική). Η Ελλάδα είναι πλούσια σε δομές αλληλεγγύης που έχουν χρησιμοποιηθεί ως άμυνα κατά του μπαράζ εξαθλίωσης και απόγνωσης τους τελευταίους μήνες και χρόνια. Αλλά αυτές έχουν εξαντληθεί και διαχωρίζονται ιδεολογικά και ταξικά, ενώ θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να αλλάξουν, προφανώς βίαια. Αυτό εξαρτάται από την πορεία των γεγονότων, αλλά και σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο με τον οποίο κυβερνητική δράση γίνεται αντιληπτή: ως «προδοσία» ή ως «αντίσταση». Στα μάτια μας, είναι σημαντικό ότι ο Τσίπρας (μόλις χθες στην ομιλία του στην Βουλή και στην επιστολή του προς τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ) εμμένει στο ψήφισμά του ώστε να «πει την αλήθεια» σχετικά με τους περιορισμούς, τις προοπτικές και τις προθέσεις της κυβέρνησής του – υιοθετώντας μια στάση τυπικής παρρησίας, σύμφωνα με την παράδοση της Ελληνικής δημοκρατίας. Δεν είναι λιγότερο σημαντικό ότι, υπό την πίεση των μεγάλων εντάσεων (που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν αύριο), η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ «στα πρόθυρα της καταστροφής» εξακολουθεί να αντιστέκεται. Αλλά ο Τσίπρας αναγκάστηκε να προβεί σε αλλαγές στην κυβέρνησή του και να ριψοκινδυνεύσει να ζητήσει εκλογές στο εγγύς μέλλον.

  Ας προσπαθήσουμε να καταστήσουμε πιο σαφείς τις συνθήκες της εξαιρετικά εύθραυστης ισορροπίας του ΣΥΡΙΖΑ.

  Το πρώτο σημείο υπό αμφισβήτηση είναι κατά πόσον έπραξε σωστά ή όχι ο Τσίπρας διενεργώντας το δημοψήφισμα όταν το έκανε και πώς το έκανε, παίρνοντας το διπλό κίνδυνο να «προκαλέσει» την οργή των Ευρωπαϊκών δυνάμεων που ήθελαν να συνεχίσουν να ελίσσονται πίσω από κλειστές πόρτες, καθώς επίσης και να συμβεί η τεράστια απομυθοποίηση και η έξαψη της οργής των ανθρώπων (ιδίως των νέων), ανθρώπων που βρέθηκαν βάναυσα αντιμέτωποι με συντριπτικές εξωτερικές δυνάμεις και μια παρωδία της δημοκρατίας.

  Σε γενικές γραμμές, θεωρούμε πως ο Τσίπρας έπραξε σωστά, για το λόγο ότι – χρησιμοποιώντας όρους της Σαντάλ Μουφ που επαναχρησιμοποιήθηκαν από την Ουλρίκε Γκερό στην εφημερίδα Die Zeit – το δημοψήφισμα διαπέρασε την απόκρυφη «διακυβέρνηση», και δημιούργησε μια πραγματική «επιστροφή της πολιτικής» στην Ευρωπαϊκή κρίση η οποία δεν είναι αναστρέψιμη κατά κάποιο τρόπο. Ανέκυψαν ξεκάθαρα ερωτήματα σχετικά με τα συμφέροντα και τη βούληση του λαού – παραβλέποντας τα ζητήματα της δημοσιότητας περί των επίκαιρων αποφάσεις που αφορούσαν το κοινό συμφέρον. Ακόμη καλύτερα, μια ιδεολογική αντιπαράθεση έλαβε χώρα: το κυρίαρχο στρατόπεδο των αντιπάλων της Ελλάδας (Σόιμπλε, Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ…) ισχυρίστηκαν ότι ο στόχος του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα ήταν για έξοδο από το ευρώ, ενώ ο Τσίπρας υποστήριξε ότι εντολή του, και η πρόταση που είχε υποβάλει προς ψηφοφορία, ήταν τόσο να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ όσο και να αρνηθεί τα μέτρα λιτότητας – ως εκ τούτου, την απαίτηση για μια νέα Ευρώπη. Αίσθηση μας είναι ότι κέρδισε τη μάχη επί της αρχής, έστω και αν έχασε τον πόλεμο που ακολούθησε και οφείλεται σε ένα εξοντωτικό συνδυασμό δυνάμεων.

  Αυτό μας οδηγεί αμέσως σε ένα δεύτερο ερώτημα: είχε δίκιο ο Τσίπρας που αναφέρθηκε σε μια επικείμενη «καταστροφή», και διακρίνοντας πως η μόνη υπεύθυνη στάση ήταν να υπαναχωρήσει, χωρίς όντως να καταρρεύσει επί της αρχής; Η απάντηση, στο σημείο αυτό, μας φαίνεται να είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα καταφατική. Από την μια πλευρά, η κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα και η αδυναμία χρηματοδότησης της οικονομικής και της καθημερινής ζωής, ήταν μια αναπόφευκτη πραγματικότητα (του οποίου η σκοτεινή προοπτική τονίστηκε και πάλι στην έκθεση του ΔΝΤ) και με αυτή την έννοια ο «τρομοκρατικός» εκβιασμός λειτούργησε καλά. Ενώ από την άλλη πλευρά, οι προοπτικές για τη θετική (ακόμη και κατακτητική) χρήση του Grexit – που υποστηρίζεται από τη «Μαρξιστική πτέρυγα» των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και από τους θεωρητικούς τόσο της ακροαριστεράς όσο και της ακροδεξιάς – δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας.

  Αν δεν εξέφραζαν απλώς θεμελιώδη αντίθεση προς την ιδέα της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης, βασιζόταν σε μια αρχαϊκή αντίληψη της αυτονομίας των (μικρών) εθνών σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία˙ σε ανεφάρμοστες και αυταρχικές αντιλήψεις του «ελέγχου» της νομισματικής πολιτικής και της κυκλοφορίας των κεφαλαίων (ένα είδος εκσυγχρονισμού του «πολεμικού κομμουνισμού»), καθώς και σε μια βαθιά έλλειψη συνείδησης σχετικά με τις επιπτώσεις της βάρβαρης υποτίμησης και της ανταγωνιστικότητας-με-κάθε-κόστος στις ζωές της εργατικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι μπορεί να απαντήσουν ότι η λιτότητα είναι ήδη ανυπόφορη και το μόνο που υπόσχεται είναι να επιδεινωθεί, αλλά αυτό μας φέρνει πίσω σε ένα προηγούμενο πρόβλημα: το πρόβλημα της εφαρμογής (ή όχι) των όρων της συμφωνίας. Εν πάση περιπτώσει, η πολιτική να γίνουν τα πράγματα χειρότερα δεν βγάζει κανένα νόημα.

  Η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ – ως «κυβερνητικού» κόμματος και πάνω απ ‘όλα ως κινήματος – μας φαίνεται να είναι ταυτόχρονα το πιο δύσκολο και το πιο αποφασιστικό στοιχείο. Είναι το πιο δύσκολο, επειδή οι εσωκομματικές ρήξεις είναι πολύ πραγματικές, και επίσης γιατί η ενότητα δεν μπορεί να επιβληθεί – εξαρτάται τόσο από τις κοινωνικές συνθήκες όσο και από τη πολιτική βούληση.

  Ακόμα, η ενότητα του Σύριζα είναι το πιο αποφασιστικό στοιχείο, διότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μια μέγιστη ώθηση από το «κέντρο» της Ευρώπης ώστε να προκληθεί μια σχάση. Ο Γερμανικός τύπος (Süddeutsche Zeitung) μιλάει αφειδώς για την «σχιζοφρένεια» του ΣΥΡΙΖΑ – ο οποίος θέλει ταυτόχρονα να υποστηρίζει τις επικρίσεις επί της συμφωνίας, αλλά και να παραμείνει στην εξουσία, προκειμένου να την θέσει σε εφαρμογή τους δικούς της όρους. Διατάσσει τον Τσίπρα να «αποσαφηνίσει» τις προθέσεις του με την «αποβολή» των αριστερών που τον περιβάλλουν, διαιωνίζοντας ταυτόχρονα την αφήγηση περί «έλλειψης εμπιστοσύνης». Και τα Ελληνικά κόμματα που απαξιώθηκαν λόγω των πρότερων πολιτικών τους και τον «υποστήριξαν» στο κοινοβούλιο, είναι στην αναμονή της αντικατάστασης του Τσίπρα. Η «εξέγερση» των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν κατά της συμφωνίας, μας φαίνεται να είναι απολύτως δικαιολογημένη και να ανήκει στη δημοκρατική εμπειρία που προωθείται στο επίκεντρο της κρίσης. Αλλά δεν θα έπρεπε, χωρίς θανάσιμους κινδύνους, να παίξει με τα χαρτιά των αντιπάλων. Εκτός αυτού, η εξέγερση δεν είναι ιδεολογικά ομοιόμορφη, διότι μόνο ένα μέρος της αντίπαλης ομάδας υπαγορεύεται από μια θεμελιώδη εχθρότητα προς το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ενώ άλλοι (συμπεριλαμβανομένων ηγετικών στελεχών όπως ο Βαρουφάκης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου) αποδεικνύουν συνεχώς την εμπλοκή τους στον αγώνα για μια «νέα Ελλάδα» που οδηγεί σε μια «νέα Ευρώπη» τόσο στα λόγια όσο και στη πράξη.

  Αν η ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ διατηρηθεί, παρά τις εσωτερικές εντάσεις (οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις ίδιες συγκρούσεις στους κόλπους του Ελληνικού λαού και της κοινής γνώμης) τότε η κυβέρνηση θα μπορεί από μόνη της να διατηρηθεί στην εξουσία και να αντισταθεί ενάντια στην πίεση από τα δεξιά και από τα ακροδεξιά στοιχεία έτσι ώστε έτσι η διαλεκτική της εφαρμογής και της αντίστασης θα είναι σε θέση να δρομολογηθεί. Εάν η ενότητα διασπαστεί, βαδίζουμε στο άγνωστο και αποχαιρετούμε την ελπίδα ότι αυτό το κίνημα έχει ξυπνήσει την Ελλάδα και την Ευρώπη (κι ακόμα παραπέρα). Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως οι ελπίδες μας βασίζονται σε κάτι ασαφές.

  «Μεγάλη Πορεία» για την Ευρώπη: μορφές αλληλεγγύης μας

  Στην ομιλία του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ο Τσίπρας είπε ξεκάθαρα: η λύση που έπρεπε να επιλέξουν δεν ήταν η καλύτερη – ήταν απλά η λιγότερο καταστροφική. Και διευκρίνισε: όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Πρόκειται για μια συνεπή θέση την οποία υπερασπίστηκε από την άνοδό του στην εξουσία, και ιδίως κατά τη στιγμή του δημοψηφίσματος: «η εντολή μας δεν είναι η έξοδος από την Ευρώπη», κάτι το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού λαού δεν επιθυμεί. Εμμέσως, η εντολή μας είναι να αγωνιστούμε χωρίς ανάπαυλα, για την ανάδυση μιας νέας Ευρώπης, μιας Ευρώπης στην οποία η Ελλάδα – απαλλαγμένη από ολιγαρχικά προνόμιά και από τη διαφθορά που ενθαρρύνθηκε από τους ίδιους τους πιστωτές – θα κατέχει δικαιωματικά τη θέση της και θα μπορούσε να χρησιμεύσει ακόμη και ως ένα πρότυπο για τους άλλους. Αυτό ήταν το θέμα του άρθρου που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2015 στην εφημερίδα Le Monde: «Η Ευρώπη βρίσκεται σε σταυροδρόμι» (31/5/2015). Αυτή η ακλόνητη δέσμευσή μας κάνει μια μεγάλη χάρη, δημιουργώντας ευθύνες – αν όχι υποχρεώσεις – και για εμάς.

  Φαίνεται τώρα ότι η Ευρωπαϊκή εναλλακτική λύση στη νεοφιλελεύθερη οικοδόμηση της Ευρώπης που απορρέει από το Μάαστριχτ – με καταστροφικές συνέπειες και αξεπέραστες αντιθέσεις – τουλάχιστον αυτοπροσδιορίζεται ως ένα πολύ πιο δύσκολο έργο, στρωμένο με πολλά περισσότερα εμπόδια από θα πίστευαν ποτέ οι περισσότεροι από εμάς. Η Ευρώπη έχει αναλάβει ένα μακρύ ταξίδι για να αναδυθεί «από την κορυφή» ή «από τον πάτο» από την συνταγματική κρίση της, να επινοήσει τις προϋποθέσεις του να είναι κανείς πολίτης της, να συγκεντρώσει τις δυνάμεις της πολιτιστικής ανανέωσης της.

  Η Ελλάδα είναι, και θα είναι, στο επίκεντρο των συγκρούσεων και των προκλήσεων. Καταθέτοντας την αμέριστη στήριξη μας προς την Ελλάδα, μέχρι και τις καθημερινές της ανάγκες, με βάση την εκτίμηση (και ελεύθερη κριτική) των αντιξοοτήτων που περνάει, είμαστε εμείς οι ίδιοι που θα βοηθήσουμε. Πρέπει να βρούμε τις μορφές αυτής της αλληλεγγύης και να τις κάνουμε αποτελεσματικές. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε το γεγονός που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στη παρούσα κατάσταση , αυτό που συνέβαλε στην διατάραξη ισορροπίας των δυνάμεων και το οποίο διευκόλυνε το τελεσίγραφο: είναι, σε μεγάλο βαθμό, η ανεπάρκεια αυτής της αλληλεγγύης (ή η αναποτελεσματικότητα αυτής της αλληλεγγύης – που ισοδυναμεί με το ίδιο πράγμα).

  Οι προσπάθειες των Ελλήνων να διατηρήσουν την εξαιρετική δημοκρατική εξουσία ζωντανή, το οποίο φάνηκε στις λαϊκές συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα και στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα – και προκειμένου να βρεθούν νέα σημεία για την εφαρμογή αυτής της δημοκρατικής εξουσίας – θα πρέπει να βρουν ανταπόκριση στις δικές μας ικανότητες να οργανώνουμε τα κινήματα και τις εκστρατείες που θα βοηθήσουν να συσπειρωθεί η υποστήριξη για αυτό το σκοπό στην κοινή γνώμη (ή τελικώς να συγκλίνουν με αυτόν).

  Αυτά τα κινήματα και οι εκστρατείες θα πρέπει να είναι χωρίς αποκλεισμούς, με έμφαση στην εσωτερική συζήτηση και, ως εκ τούτου να υλοποιούν την ανανέωση της πολιτικής, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξει «συντακτικός χρόνος» στην Ευρώπη. Θα πρέπει να ξεπεράσουν τα σύνορα – προστατεύοντας τον εαυτό τους με κάθε κόστος από τον εθνικισμό και «λαϊκίστικη» εξομοίωση, καθώς τέτοια εθνικιστικά αντι-Ευρωπαϊκά ρεύματα είναι σαφώς σε άνοδο (όπως το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο) – ακόμη και όταν αυτά μπορεί να φαίνονται ως καταγγελίες των ιδίων «δεινών» (τεχνοκρατία, ελιτίστικη διαφθορά, περιφρόνηση για τους ανθρώπους, φορολογική πίεση), γεγονός που μπορεί να προκαλέσει πρόσφορο κοινό έδαφος για μια παράλληλη ρητορική.

  Τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι καλύτερο για το νέο αυτό πνεύμα ενδοευρωπαϊκού διεθνισμού, από το να συγκεντρωθεί στην Αθήνα, στο πλευρό του Ελληνικού λαού; Αλλά θα θέλαμε να προσθέσουμε ότι αυτό το πνεύμα υπάρχει και στη Γερμανία, στην καρδιά του, κατά πως φαίνεται να είναι, «οχυρού» του νεο-καπιταλισμού και το οποίο είναι στη πραγματικότητα από μόνο του γεμάτο με αντιφάσεις και πλούσιο σε εναλλακτικές δυνατότητες. Το πνεύμα αυτό υπάρχει και στην Ισπανία, με τους Podemos – που είναι επιφορτισμένοι πλέον με το έργο της σκέψης για μια νέα πρόκληση απέναντι στο σύστημα, υπάρχει και στη Γαλλία, όπου η σοσιαλδημοκρατία η ίδια μετατρέπεται σε «ρεπουμπλικανικό» πατριωτισμό, «ανταγωνιστική καταστροφή» και εμπορευματοποίηση του πολιτισμού της, υπάρχει και στην Ιταλία, όπου η μάχη κατά της «οχύρωσης» και της «στρατιωτικοποίησης» των Ευρωπαϊκών συνόρων λαμβάνει χώρα και όπου οι αγώνες και η αντίσταση εντός και ενάντια στην κρίση συνεχίζουν να είναι ισχυροί, αν και πολιτικά διασκορπισμένοι. Υπάρχει ακόμα και στην Αγγλία, όπου η συζήτηση υπέρ ή κατά του απομονωτισμού πρόκειται να λάβει χώρα (με φόντο την ιδιωτικοποίηση όλων των κοινωνικών υπηρεσιών)…

  Τέλος και πάνω από όλα, χρειαζόμαστε συνθήματα μέσα από τα οποία οι δομές αλληλεγγύης – οι συγκλίνοντες στόχοι για τη δημοκρατική ανακαίνιση και την αντίσταση στη λιτότητα – θα μπορούν να δουν ξεκάθαρα από διαφορετικές περιοχές της ηπείρου. Ο λογιστικός έλεγχος του χρέους που ανέλαβε η Ελληνική βουλή είναι από μόνο του ένα παράδειγμα – κάνοντας εν συνεχεία πραγματικότητα την ιδέα μιας νέας οικονομίας και μιας νέας νομισματικής πολιτικής, όπως αυτές που προτείνονται από κινήματα σαν το ATTAC. Η επινόηση νέων μορφών οργάνωσης του εργατικού δυναμικού και των αγώνων, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την νέα φύση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, καθώς και των νέων κοινωνικών δικαιωμάτων και των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας που θα επακολουθήσουν. Αντίσταση στην πολιτική αυξημένων μέτρων ασφάλειας και η υπεράσπιση της ελεύθερης κυκλοφορίας και της πληροφόρησης είναι ένας άλλος στόχος. Και αυτοί δεν είναι οι μόνοι.

  Όπως έγραψε ο Αλέξης Τσίπρας το 2015: υπάρχουν δύο δρόμοι που ανοίγουν για την Ευρώπη. Όσο δύσκολο κι αν είναι να αντιταχθεί κυρίαρχη πολιτική, πιστεύουμε ότι η επιλογή είναι πάντα εκεί, περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Πρέπει να δημιουργηθούν οι ευκαιρίες. Αυτό θα πάρει το χρόνο που χρειάζεται. Αλλά δεν χρειάζεται να περιμένει.

 

  Σχετικά με τους συγγραφείς Ο Etienne Balibar είναι Ομότιμος Καθηγητής στο Paris X Nanterre και Επίτιμος Πρόεδρος Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Kingston του Λονδίνου. Ο Sandro Mezzadra διδάσκει πολιτική θεωρία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και είναι επίκουρος συνεργάτης στο Ινστιτούτο Πολιτισμού και Κοινωνίας του Πανεπιστημίου του Δυτικού Σύδνεϋ. Ο Frieder Otto Wolf είναι επίτιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Έχει δραστηριοποιηθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική, έχοντας υπηρετήσει ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από το 1994 έως 99.

 

 

Κεντρική φωτογραφία του παρόντος :Φωτογραφία του Joseph Desler Costa

 

Μετάφραση-επιμέλεια κειμένου:Συντακτική ομάδα Νόστιμον ήμαρ

 

Πηγή