Default Category

Σχεδιάζοντας το μέλλον -Από τον Νίκο Αραπάκη

By Νίκος Αραπάκης

February 26, 2015

Είμαι απ’ αυτούς που πίστευαν, και πιστεύουν, ότι η πολιτική δεν μπορεί να διεξάγεται με μανιχαϊστικούς όρους. Το δίπολο καλοί-κακοί δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην πολιτική. Σχεδόν όλοι όσοι καταθέτουν τις απόψεις τους στο στίβο της πολιτικής έχουν κάποιες προτάσεις από τις οποίες, ακόμη κι αν δεν είναι χρήσιμες στην ολότητά τους, μπορείς να πάρεις πράγματα. Η απόλυτη αλήθεια, στην πραγματικότητα, είναι ένα κράμα των επιμέρους αληθειών. Και δεν έχει καμία σημασία αν η αλήθεια του ενός επιβεβαιώνεται κατά 90% και του άλλου κατά 10%. Ακόμη κι έτσι, το γενικό συμπέρασμα δεν αλλάζει.

Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή για να πω ότι η υιοθέτηση από μέρους της κυβέρνησης μεγάλου μέρους των μνημονίων δεν με βρίσκει αντίθετο επί της αρχής. Σαφώς και είχαν κάποια χρήσιμα μέτρα τα μνημόνια που μας επέβαλλαν. Το θέμα είναι λοιπόν να εντοπίσουμε ποια είναι αυτά. Και πάνω απ’ όλα να βρούμε ποια είναι αυτά που συνάδουν με τη γενικότερη κοσμοθεωρία μας. Διότι το ζητούμενο δεν είναι μόνο να εντοπίσουμε το πρόβλημα, το οποίο στην περίπτωσή μας είναι σαφές, αλλά το πώς θα το αντιμετωπίσουμε χωρίς να εξολοθρεύσουμε την κοινωνία και να παρεκκλίνουμε από τις αρχές μας.

Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι δυσλειτουργική. Κι αυτό δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κάποιος τις σχετικές έρευνες για να το διαπιστώσει. Η καθημερινή επαφή με τις πάσης φύσεως δημόσιες υπηρεσίες φτάνει και περισσεύει για να καταλήξει κάποιος σε αυτό το συμπέρασμα. Άρα χρειάζεται αναμόρφωση. Αυτό που μένει να απαντηθεί είναι το πώς. Πώς, δηλαδή, θα καταφέρουμε να κάνουμε καλύτερο το δημόσιο, χωρίς, βεβαίως, να ξεπαστρέψουμε τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά και χωρίς να θυσιάσουμε την εξυπηρέτηση του πολίτη προς όφελος μιας ομάδας εργαζομένων. Εύκολο δεν είναι, αλλά ούτε και αδύνατο.

Η νεοφιλελεύθερη λογική αυτών που μας επέβαλλαν τα μνημόνια έλεγε ότι η θεραπεία θα έρθει μέσω της συρρίκνωσης. Ενώ όλες οι έρευνες συμφωνούν ότι το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα αλλά ο τρόπος λειτουργίας του, κάποιοι, αφενός για να εξυπηρετήσουν τις ιδεολογικές εμμονές τους, αφετέρου διότι έπρεπε να περισσέψουν χρήματα για να ξεπληρωθούν τα δάνεια, επέλεξαν ως μέσο θεραπείας της αθρόες απολύσεις και τη δραματική μείωση των απολαβών. Κάπως έτσι άρχισαν να κλείνουν νοσοκομεία, σχολεία και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Βελτιώθηκε η κατάσταση; Αστεία πράγματα. Τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Μόνο ένας αποκομμένος από την ελληνική πραγματικότητα θα πίστευε πως οι αθρόες απολύσεις υπαλλήλων και η μείωση των μισθών θα μπορούσαν να είναι η απάντηση στο πρόβλημα.

Υπάρχει άλλη λύση; Ναι, κατά την εκτίμησή μου, υπάρχει. Θα πρέπει να βρούμε τη χρυσή τομή ώστε το δημόσιο και να μην απασχολεί ανθρώπους που δεν τους χρειάζεται ή πιστεύουν ότι δημόσιος υπάλληλος σημαίνει «τα ξύνω και πληρώνομαι», αλλά και να δίνει κίνητρο σε αυτούς που είναι συνεπείς ώστε να επιβραβεύει την εντιμότητα και την εργατικότητά τους. Τώρα, με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό, θα το βρουν οι υπεύθυνοι. Πάντως, το συμπέρασμα είναι ένα: ο δημόσιος τομέας (και όχι μόνο) χρειάζεται επανασχεδιασμό.

Μέχρι λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του ’50 πολλοί οικονομολόγοι, θεωρούσαν το σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο πιο επιτυχημένο. Οι ρυθμοί ανάπτυξης αλλά και η δυναμική που εμφάνιζε έπειθαν ότι θα επικρατήσει στο μέλλον. Η συνέχεια δεν επιβεβαίωσε τις προβλέψεις. Γιατί; Διότι το επιτυχημένο σοσιαλιστικό μοντέλο δεν κατάφερε να εξελιχθεί, να γίνει καλύτερο, να ενσωματώσει τις αναγκαίες αλλαγές σε έναν κόσμο που άλλαζε καθημερινά ώστε να συνεχίσει να είναι ανταγωνιστικό.

Μεταρρύθμιση, αυτή είναι η λέξη κλειδί. Το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο απέτυχε να μεταρρυθμιστεί και κατέρρευσε. Η οικονομία είναι κάτι ζωντανό, ζει, κινείται, αλλάζει, μεταμορφώνεται.  Κι όποιος θέλει να επιβιώσει στον σκληρό κόσμο της οικονομίας πρέπει να προσαρμόζεται καθημερινά. Άρα, η μεταρρύθμιση, μολονότι τα χρόνια της κρίσης, ως έννοια, κακοποιήθηκε όσο ποτέ, όχι μόνο δεν έχει αρνητική χροιά, αλλά είναι κάτι άκρως απαραίτητο. Αυτό που μένει να διευκρινιστεί είναι τι εννοούμε με τη λέξη μεταρρύθμιση. Διότι εδώ προσπάθησαν να μας πείσουν ότι μεταρρύθμιση είναι η εξαθλίωση. Όσο κόβουμε μισθούς, συντάξεις, συρρικνώνουμε το κράτος τότε βρισκόμαστε στο σωστό μεταρρυθμιστικό δρόμο.

Η έννοια της μεταρρύθμισης, που στην πραγματικότητα σημαίνει αλλαγή προς το καλύτερο και όχι διάλυση και καταστροφή, πρέπει να επανακτηθεί από την αριστερά. Πρέπει να την κάνει κτήμα της, να πείσει τον κόσμο ότι οι αλλαγές που θα φέρουν οι μεταρρυθμίσεις θα είναι προς όφελος των πολλών. Είναι λάθος να χαρίζουμε αυτή την τόσο σημαντική έννοια σε ανθρώπους που είναι συντηρητικοί, αλλεργικοί σε οποιαδήποτε αλλαγή δεν εξυπηρετεί τους έχοντες και κατέχοντες. Όπως ήταν λάθος η παραχώρηση της πατρίδας και του πατριωτισμού, στο όνομα ενός γενικόλογου διεθνισμού, στη δεξιά, και δη την άκρα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση…

Αυτό, λοιπόν, που μένει να απαντηθεί είναι «ποιες μεταρρυθμίσεις;». Διότι είναι αυτονόητο πως η αλλαγή από μόνη της δεν συνιστά σώνει και καλά μεταρρύθμιση. Υπάρχει αλλαγή προς το καλύτερο αλλά και προς το χειρότερο. Ευθύνη της κυβέρνησης είναι να βρει, και να εφαρμόσει, τις αλλαγές που θα βοηθούν την κοινωνία και δεν θα την εξολοθρεύουν. Κι αυτό, βέβαια, δεν μπορεί παρά να έχει σαφές ιδεολογικό πρόσημο. Κι όταν λέω ιδεολογικό πρόσημο, εννοώ πως δεν μπορεί μια αριστερή κυβέρνηση να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις οι οποίες, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα διορθώσουν την κατάσταση στο βάθος του χρόνου, θα σπείρουν τη δυστυχία και την εξαθλίωση.

Κάτι σαν κι αυτό που γινόταν μέχρι τώρα δηλαδή. Κόμπαζαν για τα πλεονάσματα, ενώ την ίδια ώρα η κοινωνία είχε ισοπεδωθεί. Μολονότι ζούμε σε μια εποχή στην οποία κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει τους αριθμούς, έχουμε τη δυνατότητα να θέτουμε προτεραιότητες. Το γνωστό, και ιδιαίτερα απεχθές στο μπλοκ της «κοινής λογικής», οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς.

Με αφορμή αυτό, μας δίνεται η δυνατότητα να ανοίξουμε ένα διάλογο για το ποια κοινωνία θέλουμε να χτίσουμε επάνω στα ερείπια της τωρινής. Να θέσουμε δηλαδή βασικά ερωτήματα, όπως, αν η υλική ευημερία είναι το άπαν. Αν, δηλαδή, προς χάριν της υλικής ευημερίας θα θυσιάσουμε δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν με κόπο και με αίμα. Θέλουμε, δηλαδή, να ζούμε σε μια κοινωνία η οποία δεν θα έχει εργασιακές σχέσεις; Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι η κατάργηση των εργασιακών σχέσεων θα βοηθήσει στην παραγωγή επιπλέον πλούτου, θέλουμε ο εργαζόμενος να είναι εντελώς αναλώσιμος;

Να μπορεί το αφεντικό να μας απολύει όποια ώρα θέλει χωρίς να δικαιούμαστε την παραμικρή αποζημίωση; Θέλουμε να ισοπεδώνουμε αρχέγονα δάση, πανέμορφες παραλίες για να τις κάνουμε ευρώ; Θέλουμε, προς χάριν των ισοσκελισμένων οικονομικών, μια κοινωνία μεγάλο μέρος της οποίας θα ζει στο περιθώριο; Θέλουμε το κοινωνικό κράτος να αντικατασταθεί από τη φιλανθρωπία του ΣΚΑΙ και της Μαριάννας Βαρδινογιάννη;

Αυτά και πολλά άλλα θα κληθούμε να απαντήσουμε στο επόμενο διάστημα. Κι η απάντηση σε πολλά από αυτά τα ερωτήματα έχει μια και μόνο απάντηση: μεταρρύθμιση. Αλλά, για να μην παρεξηγηθούμε, μεταρρύθμιση σχεδιασμένη για να εξυπηρετεί τους πολλούς και όχι για να ευημερούν οι αριθμοί και κάποιοι ελάχιστοι.