Επικαιρότητα

Περί της Λαϊκής Ενότητας -από τον Άρη Τσολογιάννη

By Άρης Τσολογιάννης

September 02, 2015

Οι εσπευσμένες εκλογές του Σεπτέμβρη είναι ενδεικτικές του πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση. Η προμελετημένη απόφαση του αναίσχυντου απατεώνα, Αλέξη Τσίπρα, να προχωρήσει, συνεργαζόμενος με άλλους απατεώνες, σε ταχύτατη διεξαγωγή εκλογών, πιάνοντας στην κυριολεξία στον ύπνο τους ανυποψίαστους πολίτες, είναι απόδειξη πως οι κινήσεις που θα ακολουθήσουν μετά αυτών, σε περίπτωση που όλα πάνε βάσει του σχεδίου τους, θα είναι εξοντωτικές.

Οι εκλογές αυτές θα κρίνουν το αν θα συνεχιστεί η διαμορφωθείσα κοινοβουλευτική δικτατορία που σκοπεύει να περάσει μέσω της Βουλής εν τάχυ τις επαίσχυντες επιβολές του Ευρωναζιστικού καθεστώτος, προθύμως αποδεχόμενες από το προδοτικό πολιτικό προσωπικό της χώρας.

Μέσα σε αυτήν την πολιτική αναταραχή που έφερε η ανακοίνωση των εκλογών, είδαμε να ξεπηδάνε από το “σχεδόν πουθενά” κάποιοι πολιτικοί φορείς λίγο-πολύ αναμενόμενοι ως διαμορφώθηκαν. Το παρόν κείμενο θα αποτελέσει ένα μακροσκελή και συνοπτικό σχόλιο σε έναν από αυτούς τους φορείς, το κόμμα το Παναγιώτη Λαφαζάνη, Λαϊκή Ενότητα, καθώς πλέον οι θέσεις του είναι ξεκάθαρες – παρότι όχι ακόμη αναλυτικά παρουσιασμένες – και μπορούν να αποτελέσουν βάση για σοβαρή κριτική. Ο σχολιασμός θα αφορά μόνο τις λάθος θέσεις που προτάθηκαν από την συγκεκριμένη παράταξη, καθώς και τα σκοτεινά σημεία που αυτή παρουσιάζει.

Ξεκινώντας από το χρέος που αποτελεί κρισιμότατο ζήτημα όσον αφορά την διαχείριση του για μια ισορροπημένη μεταβατική πολιτική, όπως αυτήν που υπόσχεται η Λαϊκή Ενότητα, η εν λόγω παράταξη παρουσιάζει ήδη, προ εκλογών, μια ονειδίζουσα οπισθοχώρηση για την διεκδίκηση των πραγματικών δικαιωμάτων του λαού. Η “μερική” διαγραφή του χρέους που υπόσχεται η Λαϊκή Ενότητα είναι μια θέση που κινεί άμεσα υποψίες. Δεν νοείται μετά το πόρισμα της επιτροπής αλήθειας του δημόσιου χρέους να μην απαιτείται η μονομερή και ολική διαγραφή του ελληνικού δημόσιου χρέους βάσει των αρχών του Διεθνούς Δικαίου. Τους τοκογλύφους είτε δεν τους πληρώνεις καθόλου, είτε τους πληρώνεις. Ας μην ξεχνάμε, φυσικά, πως αυτό ήταν και το βασικό επιχείρημα της παραιτηθείσας κυβέρνησης, στην οποία οι κύριοι που συναπαρτίζουν την σημερινή ΛΑ.Ε συμμετείχαν ενεργά, χωρίς να ακούγονται όταν φάνηκε πως τέτοιος σκοπός δεν υπήρχε.

Η διαγραφή του χρέους μπορεί να είναι μόνο ολική, θέτοντας σε εφαρμογή την μη αναγνώριση του, καθώς είναι απεχθές, επαχθές, αθέμιτο και επονείδιστο – ιδιαίτερα στην περίπτωση που η διαγραφή του συνδυάζεται με επανεθνικοποίηση της οικονομίας, όπως υπόσχεται η ΛΑ.Ε. Είναι ανέφικτο το να αποπληρωθεί ένα χρέος, ακόμη και αν είναι μικρού μεγέθους, από μια χώρα που βρίσκεται στην κατάσταση της Ελλάδας, ενώ γίνεται ακόμη πιο δύσκολο όταν η αποπληρωμή πρέπει να γίνει με ένα ευάλωτο νόμισμα, εαν υποθέσουμε πως το νόμισμα μετατρέπεται επί ΛΑ.Ε σε εθνικό-κρατικό. Αυτό συμβαίνει καθώς η αξία του θα είναι ευλόγως χαμηλότερη του Ευρώ, δεδομένο που θα κάνει τους πιστωτές να μην δεχτούν οποιαδήποτε διαπραγμάτευση ως προς την διαγραφή του, τουλάχιστον όχι χωρίς σοβαρά ανταλλάγματα.

Η θέση του κύριου Κουβελάκη, και συνεπώς της ΛΑ.Ε, όπως προκύπτει από την πρόσφατη συνέντευξη του στην L’Humanité, είναι πως η κυβέρνηση ΛΑ.Ε θα διαπραγματευτεί την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του δημόσιου χρέους, όπως ακριβώς δηλαδή έλεγε ο προηγούμενος ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο συμπτωματικά ανήκε.

Είναι φαιδρό το να πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να διαπραγματευτεί το ζήτημα του χρέους, δηλαδή να πείσει χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια να ξεχάσουν για λίγο τα συμφέροντα τους μέσα σε αυτήν την νεοφιλελεύθερη ζούγκλα όπως έχει διαμορφωθεί. Είναι σαν να προσπαθείς να πείσεις κάποιον αιμοδιψή δικτάτορα να σου παραχωρήσει λίγο μέρος της κυριαρχίας του, “επειδή και εσύ έχεις δικαιώματα”. Ε, ακόμη και αν του την πάρεις με το ζόρι, ως και οφείλεις, το γεγονός ότι το θέτεις σε συζήτηση μαζί του θα σου δημιουργήσει de facto προβλήματα, γιατί σε μια διαπραγμάτευση υπάρχουν πάντα τροποποιήσεις των αρχικών θέσεων προκειμένου να επιτευχθεί “συμφωνία”.

Το πιο αστείο φυσικά είναι το επιχείρημα που παρουσιάζει ο καθηγητής Κουβελάκης, το οποίο θα κάνει τους πιστωτές να βρεθούν σε δυσκολότερη θέση και άρα να δεχθούν την μεγάλη διαγραφή: ισχυρίζεται πως η μετατροπή του χρέους στην μορφή του εθνικού νομίσματος θα κάνει τους δανειστές να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, καθώς “κανένας δεν θα δεχόταν την αποπληρωμή ενός χρέους που έχει μετατραπεί σε μορφή εθνικού νομίσματος”. Αστείο, τουλάχιστον, καθώς δείχνει πως οι της ΛΑ.Ε δεν γνωρίζουν ποιους θα έχουν να αντιμετωπίσουν, όπως εκ των υστέρων ισχυρίστηκε και ο Τσίπρας ότι δεν γνώριζε. Οι εν λόγω τοκογλύφοι είναι πιθανό να απαιτήσουν τα χρήματα τους και σε μορφή ξηρών καρπών, αν το ζήτημα του χρέους τεθεί σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, ενώ τα ερωτηματικά που τίθενται εκ της ανάγκης διαπραγμάτευσης ενός τέτοιου ζητήματος παραμένουν: γιατί να διαπραγματευτούμε με τοκογλύφους;

Προχωρώντας παραπέρα, μας περιμένει το ζήτημα του εθνικού νομίσματος και η διαχείριση του. Η ΛΑ.Ε δεν παρουσίασε μέχρι στιγμής κανένα αναλυτικό σχέδιο για τον τρόπο που πρέπει αυτό να γίνει, που σημαίνει πως δεν το έχει προετοιμάσει, όπως όφειλε να έχει κάνει εδώ και πολύ καιρό.

Ενώ δεν υπάρχει καμία αναφορά στην μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για την εισαγωγή και την ρύθμιση του εθνικού νομίσματος, φερειπείν πως θα λειτουργεί η οικονομία μέχρι να εισαχθεί το νωπό νόμισμα στην κυκλοφορία, αναφέρονται μια σειρά από άλλες λανθασμένες και ενδεχομένως οδυνηρές πολιτικές που σκοπεύουν να ακολουθηθούν. Πρώτα και κυριότερα, η υποτίμηση της αξίας του. Στελέχη της ΛΑ.Ε κάνουν λόγο για οικειοθελή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγική και επενδυτική ανταγωνιστικότητα, καθώς και οι εξαγωγές [sic], ξεχνώντας προφανώς πως η εσωτερική οικονομία είναι αυτή που έχει περισσότερο ανάγκη και όχι οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις (τουλάχιστον το πρώτο χρονικό διάστημα μιας αλλαγής). Η υποτίμηση του νομίσματος, όμως, δεν φέρνει κατ’ ανάγκη αυτά τα αποτελέσματα, καθώς ο νομισματικός εξευτελισμός μιας οικονομίας δεν αποτελεί απαραίτητα μαγικό φίλτρο για να έλκονται οι επενδυτές, ενώ η ενίσχυση των εξαγωγών προϋποθέτει πως υπάρχουν εξαγωγικές δυνάμεις που έχουν καλύψει την εσωτερική ζήτηση και τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες – εκτός αν αναφερόμαστε στην διευκόλυνση των εξαγωγών των μεγαλοεπιχειρήσεων, ΟΚ τότε. Εξίσου οδυνηρές θα είναι οι κερδοσκοπικές επιθέσεις που θα δεχθεί η οικονομία από το απροστάτευτο νόμισμα που θα κυλήσει σε πιθανότατα αλλεπάλληλες υποτιμήσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί, όπως έχει συμβεί ιστορικά πολλάκις σε ανάλογες περιπτώσεις. Αυτά τα αγνοούν οι εν λόγω κύριοι. Να δεχθούμε ότι συμβαίνει κατά λάθος;

Κι ενώ μιλάνε για υποτίμηση, ταυτόχρονα μιλούν και για άμεσες κρατικές επενδύσεις – κάτι που είναι τεχνικά και πολιτικά ορθό, αλλά όλιγον τι αποπροσανατολιστικό, καθώς αφού δηλώνουν πως γνωρίζουν ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας από την ιδιωτική πρωτοβουλία μέσα σε απαιτούμενο χρονικό διάστημα και προτάσσουν δημόσιες επενδύσεις, συγχρόνως υποτιμούν το νόμισμα και δυσκολεύουν την εσωκρατική διαχείριση και αξιοπιστία του. Αντιφάσεις, συνηθισμένα πράγματα. Οι συνέπειες όμως της οικειοθελούς υποτίμησης δεν θα είναι συνηθισμένες, αντιθέτως θα είναι ανεξέλεγκτες.

Μια ακόμη αντίφαση είναι πως η ΛΑ.Ε δεν προτάσσει την άμεση έξοδο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού δεν την θεωρεί “αναγκαία”. Πως είναι δυνατόν μια Ευρώπη που απαρτίζεται από πολιτικά κτήνη που σοδομούν σε ανυπεράσπιστα κράτη χωρίς αιδώ, να αποτελεί πεδίο συμμαχίας σε τέτοιο επίπεδο; Η Ευρώπη που δεν επιτρέπει στοιχειώδεις δυνατότητες οικονομικής ευελιξίας, που σε περίπτωση επανεθνικοποίησης της οικονομίας θα είναι αναγκαίες – για παράδειγμα, επέκταση των εμπορικών συνεργασιών ανά τον κόσμο-, να είναι ένα πλαίσιο που γίνεται δεκτό από ανθρώπους που αυτοχαρακτηριζόνται ως αριστεροί; Δεν φαίνεται να υπάρχει καμία λογική απάντηση σε αυτό. Ούτε φαίνεται να υπάρχει λογική στο πως η ΛΑ.Ε θα αναπτύξει σχέσεις με νέους ορίζοντες, όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Αργεντινή, όταν θα βρίσκεται στην Ευρώπη της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αντιφάσεις που μόνο υποψίες μπορούν να κινήσουν. Κάποια στιγμή, όμως, θα πρέπει όλοι να καταλάβουν πως η Ευρώπη της Αλληλεγγύης και της Ειρήνης με όρους 20ου αιώνα δεν υφίσταται, ενώ αυτό που υπάρχει πρέπει να αποτραπεί την ταχίστην, αφού η μορφή που έχει ρέπει ταχύτατα προς τον ολοκληρωτικό Ευρωναζισμό. Για να κτιστεί μια σοβαρή Ευρώπη, πάντως, είναι βέβαιο πως η υπάρχουσα πρέπει να γκρεμιστεί.

Περαιτέρω, παρακολουθώντας την Λαϊκή Ενότητα με ένα αυστηρό πολιτικό μάτι, ως και απαιτούν οι περιστάσεις, διαπιστώνουμε πως δεν κάνει αναφορές για απόδοση δικαιοσύνης. Δεν λέει τίποτε για το τι πρέπει να γίνουν αυτοί που έφεραν την χώρα σε αυτήν την αισχρή και πρωτοφανή κατάσταση. Καμία αναφορά σε κανένα πρόσωπο, και φυσικά ούτε και στου Τσίπρα. Γιατί; Μήπως δεν θέλουν να τα βάλουν με παλαιούς συντρόφους, επειδή τιμάν την αριστερά και τον πολιτικό πολιτισμό; Μήπως επειδή γνωρίζουν πως για τα καταστροφικά σφάλματα του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνονται και οι ίδιοι χωρίς να μπορούν να το διαψεύσουν; Ίσως, δηλαδή, να φοβούνται μην υπάρξει γρήγορο ξεμπέρδεμα του κουβαριού και βρουν και αυτοί τον μπελά τους. Η κοινωνία όμως δεν μιλά με τέτοιους όρους. Χωρίς την άμεση και αδιαπραγματεύτη απόδοση δικαιοσύνης για τα ενσυνείδητα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράχθηκαν καθ’ έξιν και κατ’ εξακολούθησιν, δεν μπορούμε να μιλάμε για καμία αλλαγή. Απλώς θα συνεχίζεται το ίδιο παιχνιδάκι, με απατεώνες και εξαπατημένους, δολοφόνους και θύματα. Όσο, λοιπόν, δεν ακούγεται κουβέντα για δικαιοσύνη από την ΛΑ.Ε, δεν μπορεί να γίνει και σοβαρός διάλογος σε κανένα άλλο από τα κρίσιμα ζητήματα, που ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να γίνει εύκολα με αυτά τα αφερέγγυα και ανερμάτιστα πρόσωπα εκ των οποίων αποτελείται.

Διότι που ήταν ο κύριος Λαφαζάνης και οι υπόλοιποι που μόλις πριν λίγο καιρό αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ τους τελευταίους μήνες; Θέλουν να μας πείσουν πως δεν γνώριζαν πως δεν έκανε τότε η συνταγή, αλλά τώρα με λίγες τροποποιήσεις θα πιάσει, ενώ είναι οι ίδιοι που θριαμβολογούσαν επί της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Γενάρη, σηματοδοτώντες την αρχή μιας νέας εποχής;

Αν θέλουμε να παίξουμε τις κουμπάρες, τότε μπορούμε να πούμε πως ήταν αφελείς, ανώριμοι, ανοργάνωτοι, αβέβαιοι και εν τω μέσω αυτών ψεύτες, καθώς και οι ίδιοι πίστευαν μεν, αλλά δεν ήταν και σίγουροι πως δεν θα έπιανε το προηγούμενο κόλπο. Μόνο που η πολιτική αφέλεια δεν υφίσταται ως σοβαρό επιχείρημα για να ψηφιστούν ξανά αυτά τα πρόσωπα, ακόμη και αν “αναθεώρησαν”. Και γενικώς, η πολιτική αφέλεια δεν πρέπει να υπάρχει ως επιχείρημα στο πολιτικό λεξιλόγιο. Υπάρχει μόνο η ωφέλιμη πολιτική, που πηγάζει από καλοήθεις τακτικές, και η βλαβερή. Η δεύτερη κρύβει μόνο δόλο, καθώς καμία γενοκτονία, όπως αυτή που υφίσταται από το 2010 ο ελληνικός λαός, δεν συμβαίνει κατά λάθος. Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση.

Όπως λένε και ξαναλένε, γράφουν και φωνάζουν όλοι τους, οι εκλογές αυτές είναι πολύ κρίσιμες. Και για να κερδίσουν την ψήφο ενός τέτοιου λαού πρέπει να αποδείξουν πολλά περισσότερα, είτε τους αρέσει, είτε όχι. Φτάνουν πια οι μπακάληδες.