Default Category

Η κλέφτρα των βιβλίων και ο Θάνατος αφηγητής*

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

March 21, 2015

Είδα την “Κλέφτρα των Βιβλίων”…

Δε θα μιλήσω για την ταινία, δείτε την συστημένα με γραμματόσημο-κόμπο στο στομάχι. Θα πάρω πράγματα από εκεί όμως για να στήσω με την αισθητική της ένα κείμενο εδώ. Και ξέρω, δε θα μου βγει χαρούμενο το κείμενο, δε θα ‘ναι φωτεινή η διακόσμησή του. Πώς θα μπορούσε όμως όταν αφηγητής είναι ο Θάνατος; Όσο κι αν τον σουλουπώσω, όσο κι αν τον πάρω απ’ τα σκοτεινά δρομάκια και τον ανεβάσω στα λευκόσχημα σύννεφα πάλι θάνατος θα ‘ναι κι ως τέτοιος θα φερθεί.

Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων

Τον Βαγγέλη τον γνώρισα στην Κρήτη, πριν φύγει να σπουδάσει. Για άλλον είχα πάει στο χωριό του, τον είδα φευγαλέα. Περπατούσε μόνος του, θυμωμένος, έσφιγγε τις γροθιές, δάγκωνε τα χείλη του. Σήκωσε τα μάτια κι είχαν και τις εφτά θάλασσες μέσα έτοιμες να πνίξουν την Παγγαία. Με είδε. Δεν το πίστεψε αλλά με είδε. Ξέρω ποιοι το κατορθώνουν και ξέρω ότι από εκείνη τη στιγμή η κλεψύδρα τους γυρίζει κι η άμμος αφήνεται στη βαρύτητα. Νόμιζα θα ξανασυναντιόμασταν σύντομα στο χωριό του. Τελικά οι γριές για αλλού είχαν υφάνει το ραντεβού μας.

Πέρυσι πήγε στα Γιάννενα. Φαντάζομαι η πρώτη του σκέψη ήταν ντυμένη σαν παιδιού με καρδιά ακορντεόν. Γεμάτη αισιοδοξία, μουσική, χαρά που θα ‘μενε μόνος, που θα γνώριζε καινούριους ανθρώπους, που θα ‘κανε φίλους απ’ την αρχή, απ’ το μηδέν. Οι γριές πάλι γέλασαν, παρ’ όλ’ αυτά μου είπαν να μη βιάζομαι. Η ψυχή του Βαγγέλη δε θα ερχόταν στα χέρια μου απαλά σαν πάτημα βαμβακερής γάτας στο χιόνι. Θα ‘ρχόταν με κρότο, ματωμένη, ντυμένη κεραυνούς.

Βασανίστηκε. Έκλαψε ξανά και ξανά. Προσπάθησε να αντισταθεί -μη λέτε κάτι άλλο- αλλά όταν είσαι μόνος σου η αντίσταση, όπως καθετί στη ζωή έχει όρια. Όπως εν τέλει κι η ίδια η ζωή. Το όριό της είμαι εγώ. Υπάρχει ένα σημείο στον χωροχρόνο που η σκυτάλη είναι μισή στη δική σας πλευρά, μισή στη δική μου. Ο Βαγγέλης πήρε αυτή τη σκυτάλη μόνος και κίνησε να μου τη φέρει.

Δεν ήμουν εκεί εκείνο το απόγευμα. Δεν έχω εικόνα τι έγινε πάλι, τι ήταν αυτό που ξεχείλισε το νερό στο ποτήρι του, που τέλειωσε το λάδι του. Ειδοποιήθηκα τελευταία στιγμή. Να τρέξω, να πάω προς τους βάλτους, είχε ήδη τείνει τη σκυτάλη, με είχε κιόλας φωνάξει. Μόλις με είδε ίσα που μου ψιθύρισε δυο λόγια κι έσβησε: “Ο άνθρωπος”, μου είπε, “αξίζει όσο και ο λόγος του. Προσπάθησαν να με πείσουν ότι ο λόγος μου έπρεπε να είναι κρητικός. Ως το τέλος, και δεν έκανα πίσω ποτέ σ’ αυτό, τους έλεγα ότι ο λόγος μου είναι ανθρώπινος.”

Κολαστήριο Κορυδαλλού

Εδώ έχω στήσει αντίσκηνο. Καιρό τώρα. Φτιάξατε έτσι τις δομές του, το (από)στελεχώσατε έτσι, γυρίσατε και την πλάτη ώστε συχνά να φεύγω από εκεί με κάποια ψυχή στο σάκο μου. Φοβήθηκα πριν δυο μήνες όταν με εκλογές διαλέξατε άλλη κυβέρνηση που ο ιδεολογικός της προσδιορισμός έχει σε πρώτο πλάνο τις ζωές των ανθρώπων. Ευτυχώς, σχεδόν εξήντα μέρες μετά τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει.

Μπαίνω μέσα ανά τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια της μέρας. Εξετάζω τους ασθενείς έναν-έναν. Είναι όλοι, σύντομα, υποψήφιοι πελάτες μου. Δεν έχει τόση σημασία από τι πάσχουν. Το ότι είναι εκεί λειτουργεί υπέρ μου. Περνάω ανάμεσά τους και δε συνειδητοποιούν ότι το κρύο είναι εξαιτίας μου. Έχουν συνηθίσει χωρίς σκεπάσματα, πολλές φορές χωρίς καν θέρμανση. Χαζεύω τις κατσαρίδες στο ταβάνι, στις γωνίες, ανάμεσα στα ρούχα τους.

Μπορεί φορείς ονείρων να μην υπάρχουν εδώ πέρα, αλλά φορείς νέων και περισσότερων ασθενειών δε λείπουν. Πριν λίγες μέρες πήραν απ’ τους καρκινοπαθείς και τον τελευταίο νοσηλευτή τους. Τους αφήνουν εκεί, δίχως χημειοθεραπείες γιατί λέει υπάρχει πρόβλημα για τη μεταγωγή τους. Δε νιώθω συμπόνια κανονικά αλλά αν ήταν ποτέ να νιώσω, εδώ μέσα θα με επισκεπτόταν αυτό το συναίσθημα.

Έχει περάσει μια βδομάδα απ’ την τελευταία δικιά μου… μεταγωγή. Είχα καθίσει απ’ το πρωί δίπλα του. Είχε αρχίσει να παγώνει. Του χάιδευα το χέρι. Το τραβούσε, κάτι τον φόβιζε στην έκφρασή μου. Τι ρωτάτε; Με έβλεπε, ναι! Προσπαθούσα να του δείξω πάνω του την κλεψύδρα. Αρνιόταν πεισματικά να σηκώσει τα μάτια του προς τα εκεί.

Στις 4 το απόγευμα άρχισε να ζητάει να τον πάνε σε κανονικό νοσοκομείο. Πίστεψε ότι μάλλον εκεί δε θα τον ακολουθούσα. Μπορεί και όχι είναι η αλήθεια. Δε χρειάστηκε να το δούμε πάντως. Δεν τον πήγαν πουθενά. Μου έδωσε την ψυχή του τρεις ώρες αργότερα λέγοντάς μου, ήρεμος πια:

«Όλοι εμείς, της από εδώ πλευράς, είμαστε ζωντανοί γιατί κάθε οργανισμός περιέχει την μυστική λέξη της ζωής. Αυτή είναι η διαφορά μας από ένα κομμάτι ξύλο. Εδώ μέσα όμως, έχουν βρει τον τρόπο, τη γόμα και σβήνουν τη ζείδωρη τούτη λέξη. Ξύλα όλοι μας, κομμάτια ξύλα…»

 

*Οι προτάσεις στα πλάγια γράμματα είναι από διαλόγους της ταινίας «Η κλέφτρα των βιβλίων».