Default Category

Η ελπίδα στην τσέπη

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

April 03, 2015

Κάθε που το αποφασίζω και λέω να γράψω κάτι χαλαρό συνήθως γύρω μου καίγεται ο τόπος. Τώρα είμαι πάλι σ’ αυτή τη διάθεση. Μπήκε ο Απρίλης, έμεινε πίσω ένας μήνας “ανάποδος διάολος κρεμασμένος στην εξώπορτα”, έκανα τις πρώτες μου βόλτες στη θάλασσα, έπλυνα τα μπαλκόνια μου, έβαλα στο συρτάρι τα λοσέκ. Λέω να το ρισκάρω. Να γράψω δίχως στόχευση, να αφήσω τις λέξεις να με πάνε.

By Πρόβατο όχι Αρνί

Λέω να γράψω σαν και μόλις να ήρθα σε ετούτον τον κόσμο. Να προσποιηθώ ότι δεν ξέρω τίποτα. Να προσποιηθώ ότι τα σώματα που σαν παζλ ταιριάζουν είναι πάντα μαζί, ότι στην Αυλίδα φυσάει και ανεμίζουν τα μαλλιά της Ιφιγένειας, ότι  οι Λάννιστερ είναι οι καλοί της ιστορίας, ότι στη Λευκάδα δε βρέχει σερί απ’ τον 17ο αιώνα, ότι το παραμύθι δε μας κρύβει πως ο πρίγκιπας πριν βάλει το γοβάκι στη Σταχτοπούτα της έγλειψε τα δάχτυλα κι αυτή ούρλιαξε από ηδονή, ότι ζω σε έναν πλανήτη κι όχι σε μια χώρα απ’ τις πολλές ενός πλανήτη.

Λέω σήμερα να γράψω ένα κείμενο εύκολο, χωρίς γωνίες, γεμάτο καμπύλες που πάνω τους η στίξη μου, σαν εξάχρονο κορίτσι με κοτσιδάκια, θα κάνει τσουλήθρα και οι φωνές της θα ευτυχούν τον κόσμο. Λέω να πω για την ελπίδα, για ένα παντελόνι και κάτι στίχους δίχως πληγές κι όλο αυτό να το κάνω με χαμόγελο. Κι ας είμαι άσχημος όταν γελάω…

Λέει, λοιπόν, σε έναν λατρεμένο μου στίχο του ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος ότι “η ελπίδα χωράει σε μια τσέπη, χαρτί διπλωμένο”. Φτιάξτε την εικόνα! Τι όμορφη! “Σε θέλω”, το γράφεις, εκείνος κοιμάται, το διπλώνεις, το βάζεις στην τσέπη του, φεύγεις. Θα τον δεις το μεσημέρι. Θα ‘χει βάλει το χέρι στην τσέπη; Θα το ‘χει δει; Ή θα ‘χει μεσολαβήσει κάτι άλλο ώσπου να το δει; Θα ‘χετε τσακωθεί, θα ‘χεις  πέσει σε κατάθλιψη, θα λες “πάει, δε σώζεται τώρα, έτσι που τα κάναμε δε σώζεται”.

Θα περπατάει κάπου μόνος του, θα βάλει τα χέρια στην τσέπη. Θα βγάλει το χαρτάκι. Θα το ξεδιπλώσει. Χαμόγελο. Σώθηκε. Μη λες έτσι λοιπόν. Μη λες δε σώζεται.

Έχω ένα παντελόνι. Στην αρχή τρύπησαν οι τσέπες. Μικρές τρύπες. Δεν ασχολήθηκα. Περνώντας ο καιρός διαλύθηκαν εντελώς οι τσέπες. Τι χαρτί να βάλω μέσα; Δυο τεράστια κενά στη θέση τους. Πήγα σε μια μικρή μοδίστρα στη γειτονιά. Στο δρόμο προς τα εκεί σκεφτόμουν ότι δυο τσέπες είναι, θα τις φτιάξει, η ελπίδα θα ξαναβρεί τόπο να τρυπώνει. Αφήνω το  μηχανάκι απ’ έξω. Μπαίνω κρατώντας το παντελόνι. Της το δείχνω. Σκυθρωπή. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν; Με ποιον είχε τσακωθεί, ποιος της είχε μουτζουρώσει τη μέρα; Ίσα που το κοίταξε. Εμένα καθόλου. “Δε φτιάχνονται”, μου είπε. Το πήρα κι έφυγα. Η ελπίδα πάλι δίχως τόπο.

Αλλά πείσμωσα. Δεν τη θέλω έτσι τη ζωή μου, σκοτεινόδρομη. Θυμήθηκα ότι στο κέντρο είναι μια μοδίστρα που θεωρείται η καλύτερη. Πήγα. Ουρά μέσα. Περιμένω λες και θα παραγγείλω cheeseburger χωρίς σος τουρσί. Της το δείχνω. “Φτιάχνεται”, μου λέει, “αλλά βλέπεις αυτά τα κουμπιά εδώ απ’ έξω; Θα πρέπει να βγουν όλα”! “Μα θα αλλάξει όλο το παντελόνι έτσι, θα είναι κάτι άλλο, όχι αυτό που έφερα”, της λέω. Μου το ‘δωσε. Δε γίνεται είπε αλλιώς. Να διαλέξω είπε τι προτιμώ. Την ελπίδα εκεί μέσα διπλωμένη προτιμώ. Το γραφικό της χαρακτήρα και το “σε θέλω” εκεί μέσα. Αλλά στο δικό μου παντελόνι, όχι σε κάποιου άλλου. Απογοήτευση. Έφυγα. Δεν ασχολήθηκα για καιρό.

Είχα πάει στη Λευκάδα. Έμεινα μερικές μέρες. Όπως πάντα άφησα τα άπλυτα στη μάνα μου. Θα τα ‘παιρνα όταν ξαναπήγαινα. Ανάμεσά τους και το παντελόνι με τις διαλυμένες τσέπες. Ένα μήνα μετά επέστρεψα. Φοράω το παντελόνι. Κακή η διάθεσή μου από μέρες. Δε σκέφτομαι πια για ελπίδες. Έχω ξεχάσει και τις τρύπες του. Φεύγω. Γυρνάω το βράδυ. με βλέπει η μάνα μου. “Είδες; Σου έφτιαξα και τις τσέπες”! Τις ποιες; Πώς; Βάζω τα χέρια μέσα. Ναι, δυο σπηλιές έτοιμες να δεχτούν ανθρώπους στον πρώτο παγετώνα, έτοιμες να σώσουν είδη προς εξαφάνιση, να φιλοξενήσουν φυλές ως τον επόμενο ήλιο. Χαρά. “Το πήγα σε έναν γνωστό μου ράφτη, καλά δεν έκανα”;

Ναι, καλά έκανες! Απέτυχα μια-δυο φορές και σχεδόν έθαψα και την ελπίδα. Εσύ όμως ήξερες και τη συνέχεια των στίχων του Γεράσιμου. “Λυπήσου για ‘κείνον που χάνει μια μάχη και δε συνεχίζει”. Δεν ήθελες να λυπηθείς. Δεν ήθελες και να λυπάμαι εγώ. Μου το ‘φτιαξες το παντελόνι. Πια το χαρτάκι πάλι μπορεί να διπλώσει. Εξάλλου το στυλό είναι μόνιμα ακουμπισμένο στο γραφείο. Δυνάμει συν-δημιουργός ελπίδων.

*Ο πίνακας με τον Ίκαρο είναι σχέδιο της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου.