Default Category

ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ (Νο2) -Από τον Νίκο Αραπάκη

By Νίκος Αραπάκης

January 23, 2015

Δεκέμβριος 2015. Οι κομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταλάβει την εξουσία. Η κατάσταση είναι τραγική…

Οι ελλείψεις βασικών αγαθών οδήγησαν τη χώρα αρχικά στο χάος και κατόπιν στον εμφύλιο.

Μια τεράστια έκρηξη τον πέταξε κάμποσα μέτρα μακρύτερα. Προσγειώθηκε επάνω στις χιονισμένες φυλλωσιές. Η όρασή του θολή, τ’ αυτιά του να βουίζουν. Έκανε να κινηθεί. Άδικος κόπος. Προς στιγμή φοβήθηκε ότι τον είχαν σακατέψει. Προσπάθησε ξανά. Τούτη τη φορά  τα κατάφερε. Κοιτάχτηκε: ευτυχώς, όλα του τα μέλη ήταν εκεί. Χαμογέλασε αμυδρά: τα κομμούνια, για μια ακόμη φορά, δεν κατάφεραν ούτε να τον αχρηστεύσουν ούτε να τον εξολοθρεύσουν.

Άρχισε να κουνάει το χέρι του και να κάνει σήμα στους συναγωνιστές του, οι οποίοι ήταν ταμπουρωμένοι στο Ντα Κάπο. Δυστυχώς, τον έγραψαν εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Οι περισσότεροι, βλέπετε, ήταν φιλελεύθεροι. Κι ο φιλελεύθερος ενδιαφέρεται πριν και πάνω απ’ όλα για το τομάρι του.

Ο Χλεμπονίδης άρχισε να βρίζει. «Θρασίμια, δειλοί, χέστες… Έτσι, μωρέ, θα νικήσουμε τους κομμουνιστές;». Κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες του Ντα Κάπο και βγήκαν στο πεζοδρόμιο. Ο λόγος τού αρχηγού τους άγγιξε στην καρδιά. Ένας χίτης, που ήταν εμπειροπόλεμος μιας και είχε λάβει μέρος και στα πρώτα Δεκεμβριανά στο πλευρό του Γρίβα, πέρασε το δρόμο και γονάτισε δίπλα του. «Είσαι καλά, αρχηγέ;». «Καλάμια», βόγκηξε ο Χλεμπονίδης και του έδωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

Σηκώθηκε όρθιος και τίναξε τη γούνα του από τα χώματα και τα χιόνια. Τα χέρια του γέμισαν αίματα. Κάπου είχε πληγωθεί και δεν το κατάλαβε. Έβγαλε τη γούνα, το φουλάρι, το σακάκι, το πουκάμισο, τη γραβάτα, τη φανέλα και έμεινε γυμνός από τη μέση και πάνω. Όπως το υποψιάστηκε: ένα θραύσμα από την οβίδα είχε καρφωθεί στο στήθος του. Έβγαλε το μαχαίρι του, έκαψε τη λάμα του με τον αναπτήρα, πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε τα δόντια και το έμπηξε στην πληγή. Την ώρα που μια κραυγή ξέφυγε από τα σφιγμένα του δόντια, το θραύσμα έπεσε επάνω στο χιόνι.

Έσπασε δυο τσιγάρα, πήρε τον καπνό κι άρχισε να τον απλώνει επάνω στην πληγή. Κι ύστερα κοίταξε κάτω, για να βρει το θραύσμα που τον είχε τραυματίσει. Το σήκωσε, το καθάρισε από τα χιόνια και τα αίματα και το έδειξε στον εμβρόντητο χίτη. «Πιστεύουν, οι γελοίοι, ότι μπορούν να με εξολοθρεύσουν με τέτοια παιχνιδάκια», και άρχισε να γελά δυνατά.  Ο χίτης έκανε το σταυρό του. Είχε ακούσει ότι ο αρχηγός ήταν άτρωτος, αλλά άλλο να το ακούς και άλλο να το βλέπεις.

Σιγά σιγά, και βλέποντας πως δεν υπάρχει κίνδυνος, άρχισαν να βγαίνουν κι άλλοι από το Ντα Κάπο. Πολύ σύντομα, ένα λεφούσι αποτελούμενο από χίτες, ταγματασφαλίτες, χίπστερς, χριστιανούς, μαυραγορίτες και μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων τον περικύκλωσε. Ο Μήτζερος έβγαλε το κράνος του και τον πλησίασε: «Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας, αρχηγέ». Ο Χλεμπονίδης τον κοίταξε αλλά δεν του απάντησε. Όποτε τον έβλεπε όλο το ίδιο του έλεγε «οι Γερμανοί είναι φίλοι μας και οι Γερμανοί είναι φίλοι μας». Κι αφού είναι φίλοι μας, ρε ηλίθιε, γιατί δεν μας βοηθάνε; ήθελε να του πει. Αλλά δεν του το είπε. Το να ανοίξεις διάλογο με τον Μήτζερο, είναι σαν να ανοίγεις διάλογο με ένα ντουβάρι. Καμία διαφορά.

Μια μεγαλοκοπέλα, που φορούσε μια μακριά, μαύρη φούστα και γυαλιά μυωπίας με φακούς τόσο χοντρούς που νόμιζες ότι ήταν πάτοι μπουκαλιών, τον έψεξε: «μα ντυθείτε επιτέλους, κύριε Χλεμπονίδη. Είμαστε και ανύπανδρες εδώ και μας κολάζετε…». Ο Χλεμπονίδης από τη μια κολακεύτηκε –δεν είναι και λίγο πράγμα να κολάζεις– κι από την άλλη ήθελε να τη βρίσει. Αλλά πάλι δεν το έκανε. Η πανστρατιά εναντίον των κομμουνιστών δεν χωρούσε εξαιρέσεις. Βέβαια, αυτό το συνονθύλευμα είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα. Κυρίως τον ενοχλούσαν οι θεούσες και οι θεούσοι. Δεν ανεχόταν αυτός, ένας δεδηλωμένος άθεος, να συνδιαλέγεται με σκοταδιστές και θρησκόληπτους. Αλλά…

Ντύθηκε και κινήθηκε προς το Ντα Κάπο. Ένας περιποιημένος εσπρέσο θα τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Και να σκεφθεί. Τα πράγματα πήγαιναν κατά διαόλου. Οι κομμουνιστές αργά αλλά σταθερά έπαιρναν το πάνω χέρι. Πλέον, ήταν ελάχιστες οι ελεύθερες περιοχές: Κολωνάκι, Κηφισιά, Κρυονέρι, Ψυχικό (το Παλαιό, το Νέο είχε ψηφίσει, σούμπιτο, ΣΥΡΙΖΑ).

Άξαφνα, άκουσε θόρυβο αεροπλάνου και σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Ο χαρακτηριστικός σταυρός, που ήταν ζωγραφισμένος στα φτερά του αεροπλάνου, τον έκανε να χαμογελάσει. Οι Γερμανοί δεν τους είχαν εγκαταλείψει. Τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά. Η Λουτφάβε βοηθούσε συνεχώς. Κι ας είχε τρομερές απώλειες. Πάνω από δέκα Μέρσεσμιτ είχαν καταρριφθεί τον τελευταίο μήνα. Τους πιλότους λυπόταν πιο πολύ. Όχι αυτούς που χάνονταν αμέσως. Τους άλλους, αυτούς που σώζονταν με τα αλεξίπτωτα και κατόπιν συλλαμβάνονταν από τους κομμουνιστές. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους.

Ένα σούσουρο τον έβγαλε από τις σκέψεις του. Οι συναγωνιστές του, για κάποιον άγνωστο λόγο, είχαν αρχίσει να πλακώνονται μεταξύ τους. Ξύλο, όχι αστεία. Μάλιστα κάποιοι είχαν βγάλει πιστόλια και ήταν έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Σκέφτηκε να μπει στη μέση και να τους σταματήσει. Αλλά ένας μεταλλικός θόρυβος, τον έκανε να αναθεωρήσει. Έριξε το βλέμμα του χαμηλά, και τι να δει; Μια λίρα, μια ολόχρυση λίρα, είχε προσγειωθεί δίπλα στα πόδια του. Τη σήκωσε, τη δάγκωσε για να δει αν είναι κάλπικη, και την έβαλε στην τσέπη του. Κατάλαβε: οι Γερμανοί πετούσαν πάλι λίρες. Χίλιες φορές είχε στείλει επιστολή στον Ταγματάρχη Φον Πάουλους, τον επικεφαλής της Κομαντατούρ, και τον είχε παρακαλέσει να μην πετούν λίρες αλλά οπλισμό και πολεμοφόδια. Άδικος κόπος, είτε τα έλεγε είτε όχι, ένα και το αυτό. Λες και δεν τους ενδιέφερε.

Άναψε τσιγάρο κι έμεινε να κοιτάζει τους συναγωνιστές του, οι οποίοι, τυφλωμένοι από το πάθος τους για τις λίρες, αλληλοεξοντώνονταν. Τους σιχαινόταν κατά βάθος. Αυτό το ετερόκλητο πλήθος είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα. Αν το μισό από το πάθος που έδειχναν για τις λίρες το έδειχναν και στον αγώνα εναντίον των κομμουνιστών τώρα θα τους είχαν φθάσει στο Γράμμο. Αλλά…

Ένας λαβωμένος χίπστερ, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του κάμποσες λίρες, σύρθηκε αργά προς τα πόδια του. Έτεινε το χέρι με τις λίρες προς τον Χλεμπονίδη: «Αρχηγέ, να τις στείλεις στην οικογένειά μου», κι αμέσως έπεσε νεκρός.

Ο Χλεμπονίδης άνοιξε τη χούφτα του νεκρού χίπστερ και πήρε τις λίρες. Κι ύστερα, αφού πρώτα του έριξε ένα φάσκελο, του αφαίρεσε τα γυαλιά ηλίου. Πάντοτε ήθελε να αποκτήσει ένα πορτοκαλί ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Διότι μπορεί, εν αντιθέσει με όλους τους υπόλοιπους, να ήταν διανοούμενος, αλλά και η στιλιστική προσέγγιση των χίπστερς δεν τον άφηνε αδιάφορο.

Φόρεσε τα γυαλιά και, περιχαρής, μπήκε στο Ντα Κάπο. Αμέσως οι θαμώνες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Τους ένεψε κατευθείαν να σταματήσουν και  τους κάλεσε να αφήσουν την τρυφηλή ζωή, τις καταχρήσεις και να τα δώσουν όλα για τον αγώνα. Ο ενθουσιασμός των θαμώνων ξεθύμανε μεμιάς. Προτιμούσαν τον άλλο αρχηγό, τον αλέγκρο, τον έξω καρδιά, αυτόν που, όταν έπινε λίγο παραπάνω, ανέβαινε στα τραπέζια και λικνιζόταν με χάρη και σκέρτσο. Ο συνοφρυωμένος αρχηγός, ο γεμάτος ευθύνη, τους ήταν αδιάφορος. Ίσως και αντιπαθής.

Κάθισε στο τραπέζι του, στο βάθος του μαγαζιού, παρήγγειλε ένα διπλό εσπρέσο, ένα κομμάτι κέικ σοκολάτα, ένα τοστ με γαλοπούλα, έμενταλ, μαρούλι και μαγιονέζα (η δράση, ανέκαθεν, του άνοιγε την όρεξη) κι έπιασε να σκέφτεται. Τα πράγματα πήγαιναν ολοένα και χειρότερα. Κάτι έπρεπε να κάνει. Αλλά τι; Ό,τι κι αν σκεφτόταν δεν τον ικανοποιούσε. Ήταν πλέον βέβαιο ότι ο αγώνας είχε κριθεί. Είχαν χάσει, αυτή είναι η αλήθεια. Ξεκίνησαν με τόσα όνειρα, τόσες προσδοκίες, και τελικά κατέληξαν να έχουν εγκλωβιστεί εντός του Κολωνακίου. Πού οι πρώτες μέρες, τότε που, κρατώντας στα χέρια κατσαρόλες, τηγάνια, χύτρες, βγήκαν στους δρόμους και δημιούργησαν πανδαιμόνιο. Χαμός. Ο κόσμος τους χειροκροτούσε, τα αυτοκίνητα κορνάριζαν σαν δαιμονισμένα, τα ξένα ΜΜΕ μετέδιδαν καθημερινά εικόνες από την επαναστατημένη Αθήνα.  Όλοι έλεγαν ότι οι μέρες των κομμουνιστών είναι μετρημένες. Να, όμως, που διαψεύστηκαν οικτρά. Αντί να τελειώσουν οι κομμουνιστές, τελείωσε το κίνημα της κατσαρόλας.

Απέτυχαν. Και δεν απέτυχαν μόνο στην ένοπλη σύγκρουση, αλλά γενικώς. Ως και οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησαν να επιβάλλουν στις ελεγχόμενες από τους ίδιους περιοχές, πήγαν άπατες. Και να πεις ότι δεν επέμεινε; Κάθε άλλο. Δεν υπήρξε συνεδρίαση του συντονιστικού οργάνου που να μην θέσει το θέμα των μεταρρυθμίσεων. Χίλιες φορές τους είπε ότι πρέπει τα εστιατόρια που πωλούν σούσι να μεταφερθούν γύρω από τη Δεξαμενή, τα σουβλατζίδικα, που είναι μπανάλ, να μεταφερθούν στα γύρω από τη Σόλωνος στενά, και τα υπόλοιπα καταστήματα, πιτσαρίες, καφετέριες, ταβέρνες, να διασκορπιστούν ισόποσα σε όλες τις περιοχές.

Άδικος κόπος. Κανείς, εξαιρουμένου του παθιασμένου μεταρρυθμιστή Γλειφούδη, δεν τον βοήθησε. Δεν συγκινούσαν οι μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η πικρή, σκληρή αλήθεια.

Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Ίσως θα έπρεπε να φύγει για το εξωτερικό. Όσο κι αν οι κομμουνιστές δεν ήταν σε θέση να τον βλάψουν, στον πόλεμο ποτέ δεν ξέρεις. Θα πήγαινε στο Βερολίνο. Διότι μπορεί οι Γερμανοί να μην βοήθησαν όσο μπορούσαν, αλλά αχάριστοι δεν είναι. Γνωρίζουν ότι χωρίς αυτόν, η επανάσταση όχι μόνο δεν θα είχε μακροημερεύσει, αλλά δεν θα είχε υπάρξει καν. Αλλά κι αυτό το φοβόταν. Διότι, στην πραγματικότητα, δεν τους είχε καμία εμπιστοσύνη. Άτιμη ράτσα, άφιλη. Χίλια καλά να τους κάνεις, μόλις δεν τους είσαι χρήσιμος… σε στέλνουν αδιάβαστο. Το ίδιο, άλλωστε, δεν έπαθαν και οι συνεργάτες τους στην Κατοχή; Τους υπηρέτησαν με αυταπάρνηση, ξεπούλησαν ακόμη και την πατρίδα τους για να εξυπηρετήσουν το Ράιχ και, αντί να τους το αναγνωρίσουν, λίγο πριν φύγουν από τη χώρα τους εξολόθρευσαν μέχρι ενός.

Μια κραυγή τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Κοίταξε τον εύσωμο και ζωσμένο με φυσεκλίκια άνδρα ο οποίος είχε σταθεί στην πόρτα και φώναζε: «αρχηγέ, πού είσαι, αρχηγέ;». Ο Χλεμπονίδης του έκανε νόημα και ο Φαλαινοριανός, έτρεξε στο τραπέζι του. Στάθηκε για μια στιγμή μέχρι να ηρεμήσει η ανάσα του από το τρεχαλητό, κι ύστερα του είπε με τρεμάμενη φωνή: «αρχηγέ, τα κουμούνια επιτίθενται στο φρι θίνκινγκ ζον. Επικεφαλής είναι ο Μουγγοντίνας». «Ο Μουγγοντίντας;». «Ναι, αρχηγέ, ο Μουγγοντίνας. Έχει ταμπουρωθεί απέξω και φωνάζει ότι θα ανατινάξει το κατάστημα επειδή δεν πωλούσαν το βιβλίο του. Πρέπει να τους βοηθήσουμε. Μέσα είναι κλεισμένοι πολλοί δικοί μας, ο Γλειφούδης, ο Καλοκαιράς, ο Τσεκουρίδης».

Χεσμένους τους είχε όλους ο Χλεμπονίδης. Αλλά ο Καλοκαιράς ήταν φίλος του, δεν μπορούσε να τον αφήσει αβοήθητο.

Φόρεσε τη γούνα του, έκανε μια χαψιά το κέικ και το τοστ, πήρε με το ένα χέρι το αυτόματο και με το άλλο το περίστροφο και ακολούθησε τον Φαλαινοριανό, ο οποίος είχε βγει ήδη έξω από το κατάστημα.

Θα πολεμούσε πάλι. Δεν είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει. Ναι, θα πολεμούσε για μια ακόμη φορά. Κι αν χανόταν, τουλάχιστον θα χανόταν για κάτι ιερό: το ισχυρό ευρώ.