Default Category

Ένας παλιατζής τις Κυριακές μου -by Πρόβατο όχι Αρνί

By Πρόβατο όχι αρνί & Ma[t]ita Colorata

May 14, 2015

Τον Δημητράκη δεν τον έχω δει ποτέ μπροστά μου. Κι όμως, σαν και να ‘χουμε ένα ιδιότυπο ραντεβού εννιά χρόνια τώρα. Κάθε Κυριακή πρωί περνάει απ’ τη γειτονιά που μένω. Και δεν είναι μία η γειτονιά. Πολλές έχω αλλάξει, σε διάφορα σπίτια έχω ζήσει αλλά ο Δημητράκης εκεί: μια γιορτινή σταθερά κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μια φωνή μες στα όνειρά μου, πολλές λέξεις που μυρίζουν σκόνη και μούχλα μπερδεμένες με τη θαμπάδα των μισόκλειστων παραθύρων μου και του τρεμοπαίγματος των βλεφάρων στο πρωινό χουζούρι.

Ο Δημητράκης είναι παλιατζής. Δεν ξέρω πού έχει τη βάση του. Εγώ τον ακούω στη Θεσσαλονίκη αλλά είμαι σίγουρος ότι αν Σάββατο βράδυ κοιμηθώ σε ψαρόσπιτο στα νησιά Λοφούτεν, Κυριακή πρωί αυτός θα περάσει απ’ έξω φωνάζοντας τι είναι έτοιμος να καθαρίσει! Κοιμάμαι πάντα σχεδόν το ξημέρωμα, έτσι ξυπνάω σχεδόν μεσημέρι. Δεν τον έχω δει, δεν έχω δει ποτέ το αυτοκίνητό του ή ίσως το γαϊδούρι του, δεν ξέρω αν είναι ένας μόνος ή έχει και βοηθό, δεν ξέρω αν είναι νέος ή μεσήλικας, με μακριά μαλλιά ή καραφλός, άγριος ή χαμογελαστός. Ξέρω να ξεχωρίζω τη φωνή του όμως, που βγαίνει δυνατή και συριχτή από μεγάφωνο, ανάμεσα σε όλες τις φωνές των παλιατζήδων του κόσμου. Είναι αυτή που μπλέκεται με τις αλλόκοτες ιστορίες του υποσυνειδήτου μου και φτιάχνει κάτι κουβάρια που θα άφηναν για πάντα τον Θησέα χαμένο στο Λαβύρινθο και την Αριάδνη να κόβει βόλτες στην Κρήτη ψάχνοντας άλλον έρωτα να στήσει μαζί του τραγωδία.

 

———-

Ολογυρνάω στο στρώμα. Το μαξιλάρι με ενοχλεί. Πάντα με ενοχλούσαν τα μαξιλάρια. Αναγκαίο κακό στα παράπονα του λαιμού μου όταν κοιμάμαι με το πλάι. Δεν ξέρω τι ονειρεύομαι. Ονειρεύομαι πάντως. Το σώμα μου είναι ελαφρύ. Χρειάζομαι μια βοήθεια για να αποκτήσω συνείδηση αυτού που σε μια άλλη διάσταση ζω.

 

Καθαρίζω υπόγεια, αποθήκες, ταράτσες, κελάρια…

Πόσο καιρό είχα να βρεθώ σε υπόγειο! Παλιά, όταν ήμουν μικρός, μέναμε σε υπόγειο. Λίγο παραπάνω από 1,80 το ύψος του, οι μισοί αν δεν έσκυβαν χτυπούσαν το κεφάλι τους. Ευτυχώς εγώ ήμουν μπόμπιρας, δεν ασχολιόμουν με τα ύψη τότε. Αρκούμουν σε όσα κυλιόταν στο πάτωμα. Μπάλες, αυτοκινητάκια, παραμύθια. Πού να ‘ξερα ότι τριαντακάτι χρόνια μετά, τα παραμύθια θα τα ‘γραφα μόνος μου προσπαθώντας να κερδίσω κάτι άλλες παιδικές ψυχές!

Σε κελάρι δεν έχω μπει ποτέ. Τουλάχιστον με την έννοια που το έχουμε στο μυαλό μας. Κάπου που να φυλάν τα κρασιά και τα φαγητά, παστωμένες σαρδέλες και λουκάνικα και ξερά φρούτα. Μυρωδιές βρώσιμες και λιχουδιές για συνοδεία σε παρέες που σε κάποιο σαλόνι γελάνε, φωνάζουν, φιλιούνται, εν τέλει ενώνονται και ουρλιάζουν. Κάτι σαν «στην υγεία σου γι’ αυτό το κρασί, μείνε μέσα μου όλη τη νύχτα»!

 

Όλα τα παλιά μαζεύω. Παλιά καλοριφέρ, παλιές τηλεοράσεις, παλιά αυτοκίνητα, παλιές σόμπες…

Στο σπίτι του παππού μου. Έχει πέντε χρόνια που πέθανε. Είναι εκεί όμως ακόμη φορώντας το βαρύ πανωφόρι του. Η σόμπα πάντα αναμμένη. Απ’ αυτές τις χαμηλές που στο πλάι είχαν και φουρνάκι για το φαΐ. Κολλάω πάνω της. Μ’ αρέσει η ζέστη. Λιπόσαρκος είμαι, πάντα κρυώνω. Κι η μυρωδιά της! Ξύλο που καίγεται και σκάει. Μια θύμηση από τότε που ακόμη ο άνθρωπος ζούσε στις σπηλιές και τα βράδια ζωγράφιζε στα βράχια τις ταινίες της ζωής του. «Να σου κάνω κακάο»; Η γιαγιά μου. Δεν έχω πιει καλύτερο κακάο. Πάνω από δέκα χρόνια το προσπαθώ, ένα που να είναι τόσο ωραίο όσο εκείνα των παιδικών μου χρόνων δεν το έχω καταφέρει. Το μπρίκι στη σόμπα. Κι άλλες μυρωδιές. Πώς να μην είναι αλήθεια τα όνειρα; Όπου λειτουργούν οι αισθήσεις μας, εκεί ζούμε.

Μια παλιά τηλεόραση. Κίτρινη. Όμορφη. Vintage τις λένε τώρα. Ασπρόμαυρη τη λέγανε τότε. Την πήρα απ’ το παιδικό μου δωμάτιο και την έβαλα στη γωνία, πάνω στη βιβλιοθήκη μου. Δεν την έχω σε πρίζα. Λειτουργεί αλλιώς. Παίζει με το κόκκινο της βιβλιοθήκης και το πράσινο του καναπέ. Απλωμένες κορδέλες οπτικής χαράς σε γαϊτανάκι εσώτερης θλίψης. Αντίθεση του μέσα-έξω. Όποιον ντιζάινερ ψυχής ρωτήσεις, μακριά θα σου πει. Να το αποφύγεις θα σου πει. Ίσως καταλήξει σ’ ένα πνίξιμο του χώρου, ένα ασφυκτικά παράταιρο γέμισμα. Δε ρώτησα κανέναν. Δεν είναι που το ρισκάρω. Είναι που το ένα μ’ αρέσει και το άλλο δεν μπορώ να τ’ αποφύγω.

 

…παλιούς κροκοδείλους, παλιές θάλασσες, παλιά σουτιέν, παλιό χιόνι…

Μπαίνω πιο μέσα στο όνειρο. Ο Δημητράκης έρχεται από έναν τηλεβόα στην άλλη μεριά της σκουληκότρυπας. Τι λέει; Τι ακούω; Έχει σημασία άραγε; Η αγκράφα ενός μαύρου σουτιέν ματώνει το δάχτυλό μου. Κάτι άλλα δάχτυλα το πιάνουν και το φέρνουν σε κάτι άλλα χείλη. Το ρουφάν. Ηρεμώ στο κρεβάτι μου. «Αυτό, αυτό είναι έρωτας», σκέφτομαι μέσα στην ομίχλη μου. Τραβάω το σουτιέν. Πέφτει. Με τι να συγκρίνεις την αίσθηση ενός γυμνού σώματος; Τομ Ρόμπινς, οι παρομοιώσεις σου ρίχνουν την ασπίδα τους!

Μπλε απ’ το εξώφυλλο ενός βιβλίου. Πολυδιαβασμένο. Από πόσα χέρια έχει περάσει! Πόσα ακροδάχτυλα άνοιξαν μαζί του παρτίδες φλερτ! «Σπάνια χιονίζει στα νησιά». Λευκό ως τη θάλασσα. Απαλό ως το κύμα. Κάθε βήμα μου αφήνει χνάρι για όποιον θελήσει να με ψάξει. «Αρκετά», σκέφτομαι. «Αρκετά αρρώστησα κυνηγώντας, ας γίνω κι εγώ το θήραμα». Δε σταματάω τα βήματα. Αφού μπορώ στο χιόνι μπορώ και στο νερό. Με μια διαφορά: χωρίς ίχνη εκεί.

 

…για όλα τα παλιά, φωνάξτε τον Δημητράκη. Ο Δημητράκης στη γειτονιά σας.

Σχεδόν ξυπνάω. Δε μ’ αρέσουν οι Κυριακές. Τον ακούω, είναι πάλι εκεί έξω. Αγγελιοφόρος αυτής της μέρας που φιλτράροντας την αισιοδοξία μου, κρατάει μόνο τη μελαγχολία. Τον είδα ξανά στον ύπνο μου; Τι ονειρευόμουν; Δεν έχω δώσει ποτέ τίποτα σε παλιατζή. Τι να δώσω; Τα καινούρια δεν τα παίρνουν και τα παλιά δεν τα δίνω. Μια παράξενη σκέψη  μου ‘ρχεται! Σε μιαν εικόνα που δεν την αντιστρέφει ο αμφιβληστροειδής μου εγώ είμαι ο παλιατζής. Να η δικαιολογία μου.

Κοιμάμαι ακόμα.