Σε ένα τραγούδι του ο Τζίμης Πανούσης λέει «είσαι ωραίος, επειδή εγώ είμαι ο άσχημος, είμαι μικρός γιατί εσύ είσαι μεγάλος». Η ελληνική κοινωνία έχει μάθει να ετεροκαθορίζεται. Φουσκώσαμε από εθνική υπερηφάνεια όταν η εθνική μας πήρε το Euro το 04, παρόλο που δεν μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας από τον καναπέ και δεχτήκαμε με θλίψη την προπαγάνδα των τεμπέληδων Ελλήνων παρόλο που δουλεύαμε 4 ώρες υπερωρίες την ημέρα χωρίς να τις πληρωνόμαστε.
Κάπως έτσι, θερμόαιμοι και έτοιμοι για το καλύτερο και το χειρότερο, όταν ξεκίνησε η διαπραγμάτευση συνδέσαμε τις ελπίδες μας στις πρώτες θετικές αποκρίσεις των άλλων και τώρα η χώρα βυθίζεται την κατάθλιψη επειδή η Standard & Poors μας υποβάθμισε (λες και θα βγαίναμε στις αγορές και έχει καμία σημασία). Με χαρά χαιρετήσαμε τον αμερικάνικο λαό όταν ο Ομπάμα ζήτησε το τέλος της λιτότητας και ετοιμαζόμαστε να φορέσουμε τα μαύρα επειδή (όπως αναμενόταν από πολλούς) η πρεσβεία των ΗΠΑ μας κουνάει το δάχτυλο.
Κι όμως τίποτα από όλα αυτά δεν έχει τη σημασία που του προσδίδουμε. Η οικονομία σε αντίθεση με την πολιτική και τον πόλεμο είναι μαραθώνιος και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Οι διεθνείς πολιτικοί συσχετισμοί έχουν τη σημασία τους μόνο αν πρώτα αποφασίσουμε ποιος είναι ο δικός μας στόχος.
Τι Ελλάδα θέλουμε και ποιο είναι το παραγωγικό μας μοντέλο; Γιατί αν συζητάμε για την Ελλάδα στην οποία ζήσαμε τα τελευταία χρόνια μικρή διαφορά έχει αν θα μας κρατήσουν ή θα μας πετάξουν έξω από την ευρωζώνη. Αν η ανεργία είναι στο 30%, αν το 70% των πολιτών χρωστάει την περιουσία του στο δημόσιο, αν η νομοθεσία επιτρέπει στο αφεντικό να σε απολύσει χωρίς δικαιολογία επειδή κάποιος πιο πεινασμένος από σένα δέχεται να δουλέψει με 3 ευρώ την ώρα, αν το κράτος σου απαγορεύει να συνδικαλίζεσαι, αν η τράπεζα έχει το πράσινο φως να σου πάρει το σπίτι για το οποίο δούλεψες μια ολόκληρη ζωή, αν μια ξένη χώρα μπορεί να αποφασίσει ότι αν δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα στο ταμείο δεν πρέπει να πάρεις τα φάρμακα που χρειάζεσαι… αν όλα αυτά και άλλα τόσα δεν είναι ο εφιάλτης που φοβόμαστε, τότε τι φοβόμαστε; Μήπως ακριβύνουν τα iPad ή μήπως δεν έχουμε λεφτά για να ζεστάνουμε τα σπίτια μας; Γιατί απ’ όσο θυμάμαι τα τελευταία χρόνια κοντεύουμε να πάθουμε μαζικά καρκίνο για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
Το δίλημμα λοιπόν δεν βρίσκεται μεταξύ του Σαμαρά και του Τσίπρα. Δεν έχει σημασία αν ο Σόιμπλε είναι γουρούνι ή ο Βαρουφάκης απρόσεκτος. Πρέπει να πάμε πέρα από αυτά. Στην προεκλογική περίοδο ο Σταύρος Θεοδωράκης πολιτεύτηκε με το σύνθημα «να αλλάξουμε τη χώρα χωρίς να τα καταστρέψουμε όλα» έχοντας ως προφανή αντίρροπη διάθεση από το «να καταστρέψουμε τη χώρα χωρίς να αλλάξουμε τίποτα» (κάτι που δοκιμάσαμε το 2012 δίνοντας για 2η φορά εντολή στον Αντώνη Σαμαρά να μας κυβερνήσει). Ο ελληνικός λαός δεν ψήφισε ούτε τον Σταύρο, ούτε τον Αντώνη γιατί αντιλαμβάνεται ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν θα αλλάξει τη χώρα.
Πολύ φοβάμαι όμως ότι ο ελληνικός λαός δεν ψήφισε ούτε τον Αλέξη Τσίπρα ζητώντας του να επαναφέρει την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία. Μάλλον επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ σταυρώνοντας τα δάχτυλά του και ελπίζοντας να γίνεται μια «ελπίδα» να αλλάξει τον κόσμο.
Κι όμως, ακόμα κι έτσι, τις πρώτες 12 ημέρες της κυβέρνησης της αριστεράς καταγράφτηκε σαφώς μια άνοδος του φρονήματος των Ελλήνων. Η στρατηγική της προάσπισης (στα λόγια μέχρι σήμερα) του λαϊκού συμφέροντος δεν πήγε στράφι, κι ας μην θέλουν να τον ακούσουν στο εξωτερικό (γιατί κάτι τέτοιο θα άνοιγε την όρεξη και άλλων λαών).
Τώρα ήρθε η ώρα η ελληνική κοινωνία να αποδείξει ότι δεν ετεροκαθορίζεται. Ότι μπροστά στο αίτημα για αλλαγή και αξιοπρέπεια, για ελευθερία και ανεξαρτησία, για προστασία των πολλών και όχι των λίγων είναι έτοιμη να αναρωτηθεί ποια Ελλάδα τον εκφράζει. Ποιο θα είναι το παραγωγικό μοντέλο. Πώς θα προστατευτεί ο εργαζόμενος και όχι ο εφοπλιστής.
Και αν αυτή τη φορά σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, σας υπόσχομαι ότι στο επόμενο μίλι θα ξαναβρούμε το ρυθμό και την ανάσα μας… και τότε δεν θα έχουμε να φοβηθούμε κανέναν. Ο μαραθώνιος έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του.