Κάθε Μάιο, μαζί με την αδημονία για τη θάλασσα, έρχεται και η ανυπομονησία για το σινεμαδάκι κάτω απ’ τα αστέρια. Αλλά κάτι ξαφνικές βροχές μες στο κατακαλόκαιρο, κάτι εκλογές, κάτι πρωταθλήματα, μου άφησαν τη περσινή χρονιά μια αίσθηση αυτού του ωραίου που δεν είναι πια αυτονόητο κι αυτό το κάνει ακόμα πιο γοητευτικό.
Το θερινό σινεμά στο περιστύλιο του Ζαππείου | Από το αρχείο του Νίκου Θεοδοσίου
Για τα θερινά σινεμά έχουν γραφτεί πολλά, ανάμεσά τους και αρκετές αντικρουόμενες εκδοχές, καθώς πολλές πληροφορίες στηρίζονται σε μνήμες και προφορικές μαρτυρίες. Ο καλός φίλος σκηνοθέτης Νίκος Θεοδοσίου στο βιβλίο του «Στα παλιά τα σινεμά», το οποίο διατίθεται πλέον ελεύθερο στο διαδίκτυο, κάνει μια λεπτομερή ιστορική αναδρομή: Ο κινηματογράφος στην Ελλάδα ήρθε μαζί με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό κόσμο, το 1896. Το καλοκαίρι του 1900 άρχισαν οι πρώτες συστηματικές προβολές στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος. Κι αυτή είναι η αρχή του θερινού σινεμά στην Ελλάδα. Το 1904 στο Σύνταγμα προβάλλεται το «Ταξίδι στη σελήνη» του Ζωρζ Μελιές και ανοίγει και ο κινηματογράφος του Ζαππείου. Την επόμενη χρονιά προστίθεται η «Δεξαμενή». Το 1907, κατά τας γραφάς, πρέπει ήδη να υπήρχαν περίπου 30 θερινοί στην Αθήνα, η «νέα μόδα», όπως γράφουν τότε τα χρονικά. Στους κινηματογράφους συχνά παίζεται και Καραγκιόζης πριν τις προβολές, ενώ σε περιόδους πολέμου τα επίκαιρα προβάλλουν στρατιωτικά θέματα. Το 1925 στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί ο «Κουρσάλ» (ή «Gerusaleme», όπως τον θυμάται ο Κώστας Τομανάς στο βιβλίο «Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης 1895-1944): Ένας πρωτότυπος πλωτός κινηματογράφος απέναντι από το καφενείο «Αιγαίον», ιδιοκτησία ενός Εβραίου επιχειρηματία. Ο ιστορικός – συγγραφέας Γιώργος Αναστασιάδης («Σινεμά ο Παράδεισος – οι κινηματογράφοι της Θεσσαλονίκης που άφησαν εποχή») μου περιγράφει τη δεκαετία του ‘50 με 5 θερινά σινεμά στην πλατεία Αριστοτέλους και ένα έκτο στημένο στο οικόπεδο του προς ανέγερση Ολύμπιον, με έναν πανζουρλισμό ολόγυρα από καφενεία, λουκουμάδες, κ.λπ. Το 1939 λειτουργούν στην Ελλάδα 280 κινηματογράφοι. Κατά την κατοχή ήταν αμφίβολο αν θα λειτουργήσουν λόγω τηςσυσκότισης, γράφει ο Νίκος Θεοδοσίου. Τελικά όμως η φωτεινή δέσμη της μηχανής προβολής δεν αποτελεί εμπόδιο. Οι προβολές ξεκινούν ακόμα και εν μέσω αεροπορικών επιδρομών… Η δεκαετία του ‘60 είναι η χρυσή εποχή του θερινού σινεμά, ενώ το 1970 οι θερινοί κινηματογράφοι στην Αθήνα είναι 542.
Άποψη του πλωτού θερινού κινηματογράφου «Κουρσάλ» στη Θεσσαλονίκη και διαφημιστική αφίσα | Από το αρχείο του Νίκου Θεοδοσίου
Αν κανείς κάνει μια ανάγνωση των σινεμά της Αθήνας, θα διαπιστώσει ότι σχεδόν όλα έχουν γυναικεία ονόματα, ελληνικά ή εξωτικά («Αΐντα», «Κάρμεν», αλλά και «Στέλλα», «Αθανασία»), με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως ο «Άρης», κοντά στο Πεδίον του Άρεως, ή ο «Άκης», στη Ριζούπολη. Φίλος από εκεί μου διηγείται: «Πιτσιρικάδες χωνόμασταν κάτω από το ταμείο για να περάσουμε λαθραία. Αν καταφέρναμε να πάρουμε κι ένα σουβλάκι από δίπλα ήμασταν βασιλιάδες. Ήταν τότε για μας κάτι τρομερό, σα να πηγαίνουμε στη Disneyland». Τελικά ο «Άκης» έγινε ο ίδιος σουβλατζίδικο και πολυκατοικία. Ο Δημήτρης Φύσσας έχει επίσης διαθέσει στο διαδίκτυο το βιβλίο του «Τα σινεμά της Αθήνας, 1896-2013». Παρατηρώ έτσι ότι τα περισσότερα θερινά σινεμά ήταν σε περιοχές όπως Αμπελόκηποι, Κυψέλη, Πατήσια (μάλιστα επί της Πατησίων), Κολωνός. Πολλά ήταν οικόπεδα, όπου εύκολα στηνόταν η μάντρα, μια χτιστή οθόνη και η μηχανή προβολής. Η τύχη τους επίσης είναι εν πολλοίς κοινή: Πολλά έγιναν σούπερ μάρκετ, άλλα πάρκινγκ, θέατρα, όπως το «Αμόρε» ή η «Αττική» (θέατρο Χώρα), σχολεία, και βέβαια πολυκατοικίες. Πολλά επίσης ανταγωνίζονται για την πρωτιά σε τραπεζάκια, κάτι που μάλλον τελικά διαδόθηκε πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με στοιχεία που μου έδωσε ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Αιθουσαρχών Κινηματογραφιστών (ΠΕΑΚ), κ. Παν. Τσακαλάκης, οι ενεργοί θερινοί πανελλαδικά το 2014 ήταν 159 (οι χειμερινοί ανέρχονται σε 106), οι 94 εκ των οποίων στην Αθήνα, 8 στη Θεσσαλονίκη και 57 στην επαρχία. Το 1990 οι θερινοί συνολικά ανέρχονταν σε 594.
Ο -έρημος πια- θερινός κινηματογράφος «Φαντάζιο» στον Πειραιά
Για να τους γλυτώσουν από την τεράστια ανοικοδόμηση, το 1997 εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις που χαρακτηρίζουν συνολικά 47 θερινούς κινηματογράφους ως διατηρητέους (το ΥΠΕΧΩΔΕ τους κρίνει διατηρητέους ως προς τη χρήση και το ΥΠΠΟ ως προς τον χώρο). Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και να μην λειτουργεί πια ως σινεμά, ο χώρος δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί ή να προοριστεί για άλλη χρήση. Χαρακτηριστικό είναι το σκεπτικό απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας με αφορμή το «Φαντάζιο» στον Πειραιά ότι «ο χώρος των θερινών κινηματογράφων αποτελεί χαρακτηριστικό τόπο πολιτιστικής επικοινωνίας που ήδη φθίνει ή κοντεύει να εκλείψει». Αυτό το μέτρο προστατεύει πράγματι τα σινεμά από την λαίλαπα των οικοδομών και των αντιπαροχών, πλέον όμως με την κρίση, έχει δημιουργήσει πρόβλημα σε ιδιοκτήτες σινεμά που μένουν χρόνια άδεια. Ίσως γιατί αυτή η προστασία του κράτους δεν συνοδεύτηκε από μέτρα στήριξης ή κίνητρα που να βοηθήσουν αυτά τα σινεμά στην επιβίωσή τους. Το ΥΠΠΟ βάσει του ν. 3905/2010 για τον κινηματογράφο, επιδοτεί θερινά σινεμά, εφόσον προβάλουν δύο ελληνικές ταινίες για δύο συνεχόμενες βδομάδες στη φουλ σεζόν, κάτι το οποίο είναι δύσκολο να εφαρμοστεί. Υπάρχουν επίσης ευρωπαϊκά προγράμματα, που όμως δεσμεύουν για προβολή ευρωπαϊκών ταινιών, δυσεύρετων ή ασύμφορων. Όπως αναφέρει σε έγγραφά της η ΠΕΑΚ, τα σινεμά έχουν διαφοροποιηθεί από το φόρο 6,5 % των θεάτρων. Ο δικός τους ΦΠΑ ανέρχεται στο 13% και με τον επιπλέον φόρο δημοσίων θεαμάτων ανεβαίνει στο 25%, ενώ ανησυχούν για περαιτέρω αύξησή του. Σε αυτά προστίθεται το ενοίκιο του χώρου, που μπορεί να είναι με ποσοστό επί των εισιτηρίων ή με συγκεκριμένο ποσόν, το ποσοστό 50% της εταιρείας διανομής και το κόστος συντήρησης. Τα δε έσοδα από το μπαρ, που βοηθούσαν πολύ, έχουν μειωθεί δραματικά.
Το ΥΠΠΟ είχε δημιουργήσει το δίκτυο δημοτικών κινηματογράφων, που το 2001 αριθμούσε περί τους 60. Βάσει συμβάσεων, το υπουργείο τους επιχορηγούσε με 30.000 ευρώ και ο δήμος με άλλα τόσα. Από το 2003 περίπου οι επιχορηγήσεις του ΥΠΠΟ σταμάτησαν, ωστόσο δημοτικοί θερινοί υπάρχουν ακόμη σε πόλεις όμως τα Τρίκαλα, τα Χανιά, την Πυλαία, στην Αττική, κλπ, επιχορηγούμενοι από τους δήμους μέσω ΕΣΠΑ. Στις προγραμματικές θέσεις της σημερινής κυβέρνησης συγκαταλεγόταν πάντως η ενίσχυσή τους.
Ο κόσμος έχει συνδυάσει το βόμβο της μηχανής προβολής με το θερινό σινεμά, λέει ένας φίλος μου. Όχι πλέον. Ένα τεράστιο ζήτημα για τους θερινούς είναι η ανάγκη αγοράς της ψηφιακής μηχανής, αφού οι ταινίες παράγονται πλέον ψηφιακά κι όχι σε φιλμ (βλ. ρεπορτάζ στο ελculture). Πρόκειται για ένα μεγάλο κόστος 40 περίπου χιλιάδων ευρώ για μικρή σεζόν. Προσφέρει πολύ καλή ποιότητα ήχου και εικόνας, αλλά είναι δυσβάσταχτο κόστος για σινεμά που κόβουν κάτω από 10 χιλιάδες εισιτήρια τη σεζόν. Απ’ ό,τι κατάλαβα λοιπόν, με κάθε αλλαγή σεζόν οι μηχανές κάνουν αγώνες δρόμου, μεταφερόμενες από χειμερινά στα θερινά σινεμά ή ενοικιαζόμενες από τους αιθουσάρχες.
Το «Σινέ Φλοίσβος» που λειτουργεί μέσα στο πάρκο του Φλοίσβου
Το θερινό το σινεμά δεν είναι μόνο αγιόκλημα και γιασεμιά. Για τους ανθρώπους που το δουλεύουν, είναι η ζωή τους, το σπίτι τους, ο καθημερινός τους αγώνας. Πολλά, αν όχι τα περισσότερα, είναι οικογενειακές επιχειρήσεις με συνεχιστές τη δεύτερη ή και τρίτη γενιά ιδιοκτητών. Δε νομίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς έχουν γίνει πλούσιοι από αυτή τη δραστηριότητα, ενώ παράλληλα επένδυσαν τη ζωή και τα χρήματά τους για να τα διατηρήσουν. Με ποιο κίνητρο; «Για μένα το σινεμά είναι τρόπος ζωής κι όχι δουλειά», μου απαντά ο Λάμπρος Μαριόλης, ιδιοκτήτης του πολύ όμορφου «Σινέ Φλοίσβου», που πάντως χρειάστηκε συνολικά μια πενταετία για να αποκτήσει την άδεια λειτουργίας μέσα στο πάρκο Φλοίσβου. «Τη δεύτερη μέρα που γεννήθηκα ήμουν στο καρότσι στα ταμεία του κινηματογράφου που δούλευαν οι γονείς μου. Σπούδασα φυσικός, και παράλληλα βοηθούσα στο σινεμά. Αλλά όταν αποφοίτησα, ποτέ δεν σκέφτηκα να ακολουθήσω άλλο δρόμο. Είναι μικρόβιο το σινεμά, σου προκαλεί εθισμό. Αν η μια εβδομάδα πάει άσχημα κι η επόμενη είναι καλή, νιώθεις μια ευφορία, σα να έχεις παίξει τζόγο! Και πράγματι είναι λίγο στοίχημα το πώς θα πας κάθε φορά. Τα κέρδη είναι ήδη περιορισμένα και απλά υπολογίζεις πόσες κακοτυχίες μπορεί να έρθουν για να ελαττωθούν κι άλλο. Πέρυσι πχ. ήταν μια κακή χρονιά για διάφορες συγκυρίες: ο βροχερός καιρός του καλοκαιριού, το Μουντιάλ, κ.λπ. Η χρονιά του “Mama Mia” ήταν αντιθέτως μια πολύ καλή χρονιά».
Ο Λάμπρος υποστηρίζει ότι γενικά στα θερινά, το κοινό είναι άνω των 30-35. «Οι νέοι κάτω των τριάντα σχεδόν τα αγνοούν, δεν είναι εκπαιδευμένοι σε αυτό το είδος. Έχουν εξοικειωθεί μόνο με σινεμά τύπου Village». Εγώ θυμάμαι να πηγαίνω συχνά με τους γονείς μου θερινό σινεμά στη γειτονιά μας, τη Νεάπολη Εξαρχείων. Τότε ίσως δεν ήμασταν τόσο politically correct για να ανησυχούμε, μήπως ο «Κράμερ εναντίον Κράμερ» ή «Η παράσταση αρχίζει» ή οι «Μόντυ Πάιθονς» θα φόρτωναν τον ψυχισμό μιας εντεκάχρονης με αρνητικές εικόνες. Σκέφτομαι όμως ότι κι εγώ πολύ θα ήθελα να πάω θερινό με τα παιδιά μου, αλλά δεν βρίσκω κατάλληλο έργο. «Παλιά οι θερινοί έπαιζαν επαναλήψεις, με αλλαγές 2-3 φορές τη βδομάδα», μου εξηγεί ο Λάμπρος. «Εκεί χωρούσαν και τα παιδικά που είχαν προβληθεί πχ. το τελευταίο δίμηνο της χρονιάς. Πλέον είμαστε αναγκασμένοι να παίζουμε πρώτες προβολές. Είναι δύσκολο να παίξεις επαναλήψεις, γιατί δεν υπάρχει πλέον διάρκεια, τα πολυσινεμά έχουν εξαντλήσει τα εισιτήρια. Για τα δε κλασικά έργα πρέπει να έχεις αγοράσει τα δικαιώματα για ορισμένα χρόνια ή να ακολουθήσεις το πρόγραμμα του διανομέα». Οι δε ελεύθερες δικαιωμάτων (public domain) ταινίες, απαγορεύεται να προβληθούν με εισιτήριο.
Το σινεμά «Αθηναία» στην Χάρητος | Από το αρχείο του Νίκου Θεοδοσίου
Η Πέγκυ Ρίγγα είναι κόρη του Θόδωρου Ρίγγα, ενός ανθρώπου πολύ δραστήριου στον κινηματογραφικό χώρο. Στην οικογενειακή επιχείρηση (το “multiplex οικολογικών κινηματογράφων”, όπως λέει γελώντας η Πέγκυ) ανήκουν τα σινεμά «Βοξ», «Ριβιέρα», «Αθηναία», «Παναθήναια» και το χειμερινό «Ααβόρα», που έχουν γαλουχήσει γενιές σινεφίλ. «Ο πατέρας μου δούλευε στον κινηματογράφο από 10 χρονών, έβαζε τάβλες, πούλαγε τσιγάρα, έριχνε τίτλους στην τιτλέζα – αυτή την ελληνική εφεύρεση υποτιτλισμού! Δούλεψε δίπλα σε μηχανικό, πήρε το δίπλωμά του και μετά άνοιξε τα σινεμά. Το «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τορνατόρε περιγράφει ακριβώς τη ζωή του. Εκείνος ήταν ο μικρός Τότο και ο Καρατζάς ήταν ο μηχανικός! Γι’ αυτό ίσως και ανέδειξε ο ίδιος τόσο πολύ την ταινία, ενώ είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητη τον χειμώνα. Διέθετε το ένστικτο των παλιών επιχειρηματιών που δεν ήξεραν από υψηλή κουλτούρα, αλλά είχαν αίσθηση του τι ήθελε ο κόσμος». Η Πέγκυ Ρίγγα μού μεταφέρει εικόνες από το παρελθόν: Την «Αθηναία» ως χωματερή και τη «Ριβιέρα» ως αρχοντικό που έγινε στάχτη από πυρκαγιά. Το δε «Βοξ», με τον Bauhaus ρυθμό του, το αποκαλεί «Τα γυμνά κόκαλα της πόλης». Θεωρεί, όπως και ο πατέρας της, σπίτι της το σινεμά, και ειδικά τη «Ριβιέρα», όπου μεγάλωσε από μηνών. Ωστόσο, δεν ακολούθησε αρχικά το επάγγελμα, καθώς ασχολήθηκε τόσο ακαδημαϊκά, όσο και πρακτικά με την αρχαιολογία, την οποία αγαπά πολύ. Με τον θάνατο του πατέρα της όμως, όπως λέει, δεν μπορούσε να αποποιηθεί αυτό το κομμάτι της ζωής της και συνεχίζει το έργο του, προσπαθώντας να το ανοίξει περισσότερο στον πολιτισμό. «Για μένα το θερινό σινεμά δεν είναι μόνο νοσταλγία και αγιόκλημα. Θέλω να ακολουθήσω το μέχρι σήμερα ύφος, να εκπαιδεύσω το κοινό σε ποιοτικό κινηματογράφο, αλλά και να χρησιμοποιήσω τις αίθουσες ως πολυχώρους και για άλλα πράγματα – εκθέσεις, συζητήσεις, εκδηλώσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις». Ήδη έχει οργανώσει δύο πάνελ με αφορμή την προβολή των ταινιών «Η αρχαιολόγος» και “Agora”, καθώς και την έκθεση «Πυροτεχνήματα εκτός εποχής». «Προβληματιζόμουν, τι γίνεται ένα θερινό τους μήνες που κλείνει, οπότε και είναι ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο. Έτσι τον περασμένο Ιανουάριο, η Ριβιέρα, εμπνευσμένη κι από τη γαλλική Ριβιέρα με το φεστιβάλ πυροτεχνημάτων, φιλοξένησε σε κάθε απίθανη γωνιά του χώρου της, μια πολύ πετυχημένη έκθεση. Ή μάλλον μεταμορφώθηκε η ίδια σε αυτόνομο έργο τέχνης, σε εγκατάσταση». Έχουμε όμως να περιμένουμε κι άλλες δράσεις. Όπως μου λέει, συμμετέχοντας στο σεμινάριο «Η Αθήνα μέσα από την τέχνη» διαπίστωσε ότι οι θερινοί κινηματογράφοι δεν έχουν αποτυπωθεί στον καμβά. «Συζητάμε λοιπόν με γκαλερί να δώσουμε μια λίστα διατηρητέων κινηματογράφων σε ζωγράφους, να αναλάβει ο καθένας από ένα και να οργανωθεί έτσι μια έκθεση σε συνδυασμό με φωτογραφία. Επίσης, σε ελληνικές ταινίες υπάρχουν απεικονίσεις θερινών. Μιλάω λοιπόν με σκηνοθέτη για να γίνει συρραφή των σχετικών αποσπασμάτων και να φανεί… ο κινηματογράφος μέσα από τον κινηματογράφο».
Θερινοί κινηματογράφοι σε Βερολίνο (1), Αυστρία (2), Γαλλία (3), Μάλτα (4) και Κροατία (5) | Από το αρχείο του Νίκου Θεοδοσίου
Τα θερινά σινεμά δεν είναι ελληνική ευρεσιτεχνία ή αποκλειστικότητα. Στο εξωτερικό παραδοσιακά επίσης βλέπουμε θερινά σινεμά να στήνονται, αν και με πιο πρόσκαιρο χαρακτήρα, στα πιο απίθανα, μέρη: Σε πάρκα, πλατείες, παλάτια, ποτάμια και λίμνες, κάστρα… Στην Ελλάδα ευνόησε την ανάπτυξη ο καιρός. Αλλά δεν μπορούμε πια να στηριχτούμε μόνο σε αυτόν. Έχει γυρίσματα…