Από τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Η νεοελληνική συλλογικότητα επιβίωσε της κακοποίησης που υπέστη ήδη από τα πρώτα βήματα κρατικής αυθυπαρξίας της -για να μην συζητήσουμε τι υπέστη πριν απ’ αυτό- χάρις στην ικανότητα της να προσαρμόζεται ακόμη και σε συνθήκες απίστευτης σκληρότητας. Φοβάμαι όμως ότι αυτό συνέβη συχνά παύοντας να αντιδρούμε και να αισθανόμαστε ή παγώνοντας κατά κάποιο τρόπο τις πυρηνικές μας ανάγκες. Κάτι ανάλογο βιώνουμε και σήμερα.
Το κυρίως πρόβλημα είναι ότι σ’ αυτή τη διαδικασία προσαρμογής και προκειμένου να κερδίσουμε την «αγάπη της Δυτικής μητέρας μας» -και άρα να νιώσουμε ασφαλείς απέναντι στην «πατρική» απειλή της Ανατολής- αρνηθήκαμε ταυτόχρονα τις δικές μας επιθυμίες και ίσως και τον ίδιο τον Εαυτό μας. Θυσιάσαμε, δηλαδή, τον αληθινό μας Εαυτό, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την τόσο σημαντική για μας «αγάπη» της Δύσης. Έπρεπε να αποδείξουμε ότι δικαίως είμαστε τα χαρισματικά παιδιά μας μητέρας, που θαύμαζε τόσο τον αρχαίο παππού μας. Σε μια αέναη ορθοπεταλιά έπρεπε να κάνουμε το αδύνατο δυνατό για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της και να γίνουμε, επιτέλους, κι εμείς «εφάμιλλοι των καλυτέρων ευρωπαϊκών».
Στην πορεία αυτή συνηθίσαμε να αρνιόμαστε τις δικές μας ανάγκες, καθιστώντας έτσι αδύνατο να το να βρούμε τον αληθινό συλλογικό μας Εαυτό και την ιδιοπροσωπία μας. Αυτό ακριβώς μας έκανε -και μας κάνει- πάντα ευάλωτους σε μια κίνηση εκκρεμούς, που έχει στη μια του άκρη την «εθνική κατάθλιψη» και στην άλλη τους -πάσης φύσεως- χρυσαυγίτικους μεγαλοϊδεατισμούς. Ακόμη και στις μέρες μας, η συλλογική μας καταθλιπτική αδράνεια είναι η άμυνα μας ενάντια στο βαθύ πόνο για την απώλεια της συλλογικής μας ταυτότητας, του αληθινού μας συλλογικού Εαυτού, όπως από την άλλη οι εθνικιστικές – μεγαλοϊδεατικές αντιλήψεις είναι μια υπεραναπλήρωση απέναντι στη συλλογική κατάθλιψη. Ένας τρόπος να κρατηθούν μακριά από την κατάθλιψη τα τμήματα αυτά του πληθυσμού.
Οι τραυματικές εμπειρίες των πρώιμων χρόνων, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και αμέσως μετά -εμφύλιος, βαυαροκρατία κ.λπ.- διαμόρφωσαν τη σημερινή μας «ταυτότητα», με τον ίδιο τρόπο που οι κακοποιητικές εμπειρίες ενός μικρού παιδιού διαμορφώνουν την ενήλικη προσωπικότητα του. Είναι ενδεικτικό ότι ήδη από τον 15ο αιώνα, η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία είχε πλημμυρίσει με εκατοντάδες έργα, όλα με τον ίδιο μονότονο τίτλο «Contra Errores Graecoroum», «Ενάντια στις Πλάνες των Γραικών», ανοίγοντας ένα φαύλο κύκλο περιφρόνησης απέναντι σε οτιδήποτε ελληνικό, αν αυτό δεν είχε πρώτα ελεγχθεί από τον δυτικό «διορθωτή» του. Η μεταβίβαση αυτής της περιφρονητικής εμμονής πέρασε από γενιά σε γενιά στη Δύση, αλλά και στην Ελλάδα μέσα από την ενδοβλημένη της εκδοχή. Κι έτσι, συνεχίζουμε να «προστατεύουμε» τη δυτική «μητέρα», με λατρεία καμιά φορά, ακριβώς γιατί έτσι προφυλάσσουμε τον Εαυτό μας από τη επώδυνη συνειδητοποίηση των τραυμάτων που μας προκάλεσε.
Όσο όμως αποφεύγουμε να αποκαλύψουμε τι μας συνέβη, ήδη από τα πρώτα μας βήματα, πράγμα που συνεχίζεται αμείωτο μέχρι σήμερα μέσα από την ξένη εξάρτηση και την αποικιοποίηση, δεν βρίσκουμε το σθένος να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και ταυτόχρονα αρνιόμαστε τον αληθινό μας Εαυτό, προσπαθώντας μάταια να στήσουμε στα πόδια του έναν ψευδή Εαυτό συμβατό με τις επιθυμίες της δυτικής κυριαρχικής μητέρας. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία μας δεν απελευθερώθηκε ποτέ τα μάτια της “μητέρας” Δύσης, που είναι διαρκώς στραμμένα επικριτικά πάνω μας. Γι΄ αυτό, αν υπάρχει μια σταθερά στην ελληνική κοινωνία είναι η διαρκής αυτοτιμωρητική λογική του «χειρότερου λαού» στον πλανήτη, που «πάλι με τα χάλια του γίνεται διεθνές ρεζίλι» και γι’ αυτό χρειάζεται «μνημόνια για πάντα». Ο Τιτανικός του Γιωργάκη στα μάτια κάποια Αμερικανίδας Μάργκαρετ βούλιαζε, αν με εννοείς.
Στόχος μας βέβαια δεν μπορεί να είναι μια επίθεση, ένα δριμύ κατηγορώ στη Δύση, της οποίας έτσι ή αλλιώς είμαστε -τουλάχιστον- μια εκδοχή της, αν όχι αναπόσπαστο τμήμα της, αλλά η συμφιλίωση με όσα τραυματικά έχουμε υποστεί, αντί για την απώθηση και την αποφυγή τους. Διαφορετικά ο αντιδυτικισμός δεν θα είναι τίποτα περισσότερο παρά τα μεταμφιεσμένα συναισθήματα με τα οποία θα συνεχίσουμε να εξαπατάμε τον Εαυτό μας, ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Θα είναι σαν να αρνιόμαστε, να μη θέλουμε να ξέρουμε τη συλλογική μας αλήθεια και «συμφωνώντας» στην άρνηση αυτή, συνασπιζόμαστε ενάντια σ’ έναν κοινό εχθρό, για να εκδραματίσουμε την απωθημένη οργή μας. Πράγμα τόσο γνωστό στην ιστορία των ιδεολογιών σ’ αυτόν τον τόπο.
Νομίζω, με άλλα λόγια, ότι έχει έρθει η ώρα να σταματήσουμε να νιώθουμε θύματα και να προχωρήσουμε προς τα μπρος με μια νέα συλλογική συνειδητότητα. Να επιλέξουμε, δηλαδή, τον αληθινό Εαυτό μας και να απελευθερωθούμε από τις ψευδαισθήσεις, ξέροντας ότι αυτή η διαδικασία της αυτεπίγνωσης είναι πολύ πιθανό να μας προσφέρει πόνο, πριν μας δώσει μια νέα αίσθηση ελευθερίας.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε ό,τι συνέβη στο πρόσφατο ή στο πιο μακρινό παρελθόν. Μπορούμε όμως να αποκαταστήσουμε τη χαμένη μας Εαυτότητα, να αφήσουμε πίσω μας τον ψευδή δυτικό εαυτό και να σταματήσουμε να ζούμε στην ανεπίλυτη και απωθημένη κατάσταση που διαμορφώθηκε εδώ και αιώνες. Να αποκαταστήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιδιοπροσωπείας του Λαού μας. Όλα δηλαδή τα ιδιαίτερα ταυτοτικά χαρακτηριστικά που μας κάνουν να είμαστε, αν και σε όποιο βαθμό είμαστε, κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, δίχως μάλιστα αυτή η διαφορετικότητα να τίθεται με μια στρεβλωμένη και πάλι ψευδαισθητική περιούσια ή ντε και καλά μου «προικισμένη» θέαση.
Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται να επαναπροσδιοριστούν οι πυρηνικές συλλογικές μας ανάγκες και ο τρόπος που τις ιεραρχούμε. Ο Πολιτισμός μας, με μια λέξη. Δηλαδή ποια ανάγκη θέτουμε ως ύψιστη προτεραιότητα, ποια δεύτερη και πάει λέγοντας. Είναι, για παράδειγμα, πρώτιστη η ανάγκη μας για ελευθερία ή μήπως για ασφάλεια; Και κατά συνέπεια, πόση ελευθερία είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε χάριν της ασφάλειας ή και αντίστροφα; Είναι προτεραιότητα η αλήθεια της ύπαρξης ή η χρησιμοθηρική αντίληψη της; Είναι προτεραιότητα η ανθρωπιά ή η αντικειμενικοποιημένη αλήθεια; Είναι προτεραιότητα η επιστήμη ή η τεχνική; Ο άνθρωπος ή οι αριθμοί; Η κοινωνία ή οικονομία; Η αλήθεια ή η χρησιμότητα; Η ίδια η ζωή ή η αποτελεσματικότητα της; Εγώ ή ο Άλλος; Δισεπίλυτος γρίφος αναμφίβολα η αποσαφήνιση των αναγκών και η ιεράρχηση τους, αλλά προαπαιτούμενο συνειδητοποιημένης συλλογικής απελευθέρωσης και ενηλικίωσης.
Αν αντίθετα, οι πυρηνικές μας ανάγκες παραμένουν «παγωμένες» και τα πραγματικά μας συναισθήματα απωθημένα και ασυνείδητα, το παρόν μας θα επιμένει να καθορίζεται μ’ έναν διαστροφικό τρόπο, καθώς μένουμε φυλακισμένοι στο τραυματικό παρελθόν μας. Η συνεχιζόμενη απώθηση της επαναλαμβανόμενης κακοποίησης και της περιφρόνησης που έχουμε υποστεί μας οδηγεί στο να καταστρέφουμε τη συλλογική μας ζωή. Η Δυτική «μητέρα» όχι μόνο μας έχει κατ’ επανάληψιν εγκαταλείψει, αλλά δεν ήταν ποτέ εκεί και είναι καταστροφικό να αρνούμαστε να δούμε αυτή την αλήθεια. Η βαυαροκρατία, το ’22, ο εμφύλιος, η χούντα, η Κύπρος και τα Μνημόνια, είναι μόνο μερικά από τα ορόσημα αυτής της «μητρικής» εγκατάλειψης. Και δεν είναι δείγμα ενηλικίωσης να το κρύβουμε από το συλλογικό μας εαυτό, μην τυχόν και νιώσουμε απελπισία, ούτε βέβαια, αυτοτιμωρητικά, να θεωρούμε τον Εαυτό μας ανάξιο και άρα υπεύθυνο αυτής της εγκατάλειψης.
Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας, σαν μια άμυνα του Ελληνικού «εγώ», μπορεί να είναι κάπως ανακουφιστική στις συνθήκες παγκόσμιου άγχους, αλλά οδηγεί στη συγκρότηση ενός ψευδούς εαυτού που παριστάνει ότι δεν «μασάει», δεν «τρέχει» τίποτα και ότι οι «αγορές θα χορεύουν με τα νταούλια μας». Όμως όλοι ξέρουμε πια και ότι «μασάει» και «τρέχει και δεν φτάνει» και υπαρξιακά πλέον κινδυνεύει. Και κανείς στην Ευρώπη δεν γράφει πια ενάντια σ’ αυτήν ακριβώς, τη μεγάλη μας πλάνη.