Του Λάμπρου Παπαδήμα
Η πρόσληψη των γεγονότων μέσα από τα πρακτικά της Συγκλήτου
ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ
Τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, αποτέλεσαν το πρώτο μεγάλης έκτασης επεισόδιο του Εμφυλίου, και τυπικά θεωρείται το συμβάν που οδήγησε στην κλιμάκωση μιας αντιπαλότητας η οποία προϋπήρχε ακόμη από την περίοδο της Κατοχής, τόσο στο πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο (ΕΑΜ – συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, φιλομοναρχικές πολιτικές δυνάμεις), όσο και στο στρατιωτικό επίπεδο (ΕΛΑΣ – Τάγματα Ασφαλείας).
Η αφορμή για τη γενικευμένη στρατιωτική αναμέτρηση του Δεκεμβρίου εντοπίζεται στην άρνηση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ για τον μονόπλευρο αφοπλισμό του ΕΑΜ (Μαργαρίτης, 2005: 66.). Τα γεγονότα που ακολούθησαν σε ένα σκηνικό συγκρούσεων επί 33 μέρες, ξεπερνούν σε βιαιότητα και σε θύματα, τις κατοχικές εμφύλιες συγκρούσεις όσο και τις μεγάλες μάχες του Εμφυλίου που ακολουθεί. Αν και ο υπολογισμός των νεκρών δεν μπορεί να είναι ακριβής, μπορούμε να υπολογίσουμε τον αριθμό τους κατά προσέγγιση. Στους 1.500 ανέρχονται οι νεκροί του ΕΑΜ, σε 700-800 οι νεκροί των κυβερνητικών δυνάμεων και σε 250 οι νεκροί των Βρετανικών δυνάμεων. Ο άμαχος πληθυσμός θρήνησε 3.000 θύματα. Σε αυτούς τους αριθμούς αξίζει να προσθέσουμε και έναν αριθμό αιχμαλώτων και από τα δύο στρατόπεδα (12.000 αριστεροί και 15.000 από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις) (Βόγλης, 2014: 83).
Η οριστική συνθηκολόγηση των αντιμαχόμενων παρατάξεων στη Βάρκιζα στις 12 Φεβρουαρίου του 1945, επισφράγισε την ήττα των δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει την υποχώρησή τους από τις 5 Ιανουαρίου 1945, με μια ενδιάμεση συμφωνία για ανακωχή που επικυρώθηκε στο στρατηγείο του Σκόμπι στις 9 Ιανουαρίου του ίδιου έτους (Μαργαρίτης, 2005: 77-78).
ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Έχει ενδιαφέρον να ερευνήσουμε τη στάση την οποία κράτησε το Πανεπιστήμιο Αθηνών απέναντι στα γεγονότα, ως το μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της χώρας. Ένας ασφαλής τρόπος να εξετάσουμε τη θεσμική ή αλλιώς επίσημη στάση του Ιδρύματος απέναντι στα Δεκεμβριανά, είναι να επικεντρωθούμε στις αποφάσεις του ανώτατου διοικητικού του οργάνου, της Συγκλήτου. Μέσα σε έναν χώρο -όπως το πανεπιστήμιο- που κυοφορεί συχνά αποκλίνουσες και ριζοσπαστικότερες απόψεις από αυτές της κεντρικής ιδεολογικής γραμμής, η Σύγκλητος συνήθως διαδραματίζει τον ρόλο του φορέα του επίσημου αφηγήματος, του φορέα που αναπαράγει και επικοινωνεί την ιδεολογία εκείνη που στοχεύει στην κοινωνική αναπαραγωγή του ισχύοντος status quo (την αναπαραγωγή δηλαδή του αφηγήματος εκείνου, που καθορίζει τα όρια της «κοινής λογικής»).
Πόσο απέχει όμως η στάση της Συγκλήτου, από την ιδεολογία του κυρίαρχου ηγεμονικού αφηγήματος; Ίσως να θεωρηθεί αβίαστο συμπέρασμα το να υποστηρίξουμε ότι τα μέλη της Πανεπιστημιακής κοινότητας κράτησαν μια ενιαία στάση. Αυτή άλλωστε θα ήταν και μια θέση η οποία δεν ανταποκρίνεται και σε πραγματικά ιστορικά στοιχεία. Θα πρέπει όμως να σχολιάσουμε τη στάση των ακαδημαϊκών (που κατείχαν θεσμικό ρόλο) μέσα από τις άλλοτε έκδηλες και άλλοτε λανθάνουσες ιδεολογικο-πολιτικές τους αναφορές, που αποκαλύπτονται μέσα από τα πρακτικά της Συγκλήτου.
Η στάση του ακαδημαϊκού αυτού κύκλου δεν μπορεί να ερμηνευθεί σε καμία περίπτωση μονοσήμαντα. Αυτό που μπορούμε να εξετάσουμε με ασφάλεια, είναι η θεσμική δράση και στάση απέναντι στα γεγονότα και οι συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Με μια προσεκτική εξέταση του αρχειακού υλικού, φαίνεται ότι τουλάχιστον οι εκπρόσωποι της ανώτερης ακαδημαϊκής τάξης, εκτός από όσους συμμετείχαν ανοιχτά υπέρ του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ την περίοδο της Κατοχής, τάσσονται υπέρ μιας επιστροφής στην προπολεμική «κανονικότητα», με κάθε κόστος. Ακόμη κι αν αυτό το κόστος συνεπάγεται τη δίωξη συναδέλφων τους με διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες (λ.χ. οι περιπτώσεις των καθηγητών Π. Αγγελόπουλου, Γ. Γεωργαλά, Π. Κόκκαλη, Α. Σβώλου). Για παράδειγμα, ο αντιπρύτανης Δ. Μπαλάνος στη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1945, τονίζει ότι η ίδια η Σύγκλητος πρέπει να απαιτήσει από το Υπουργείο την έκδοση απόφασης διαθεσιμότητας για τους εν λόγω καθηγητές:
- «[…] ότι δέον η Σύγκλητος παρουσιαζόμενη προ του Υπουργού της Παιδείας και του Πρωθυπουργού να τονίση ότι απαίτησις των 100 υπογραψάντων το ψήφισμα της Γεν. Συνελεύσεως καθηγητών είναι όπως οι τέσσαρες, ως ελάχιστον όριον ποινής, τεθώσιν εις διαθεσιμότητα.» (ΙΑΠΑ, 1944-45: 144)
Στην πρώτη συνεδρίαση μετά τα Δεκεμβριανά (16/1/1945), ο πρύτανης Ι. Πολίτης αναφέρεται στα γεγονότα του Δεκεμβρίου και μεταφέρει κάποιες ευχαριστίες προς τα μέλη της Κυβέρνησης (ΙΑΠΑ, 1944-45: 80), σε αυτό το σημείο ο Ν. Μιχαηλίδης (κοσμήτορας της Ιατρικής σχολής) διακόπτει καταθέτοντας την άποψη ότι θα πρέπει να ευχαριστήσει το Ίδρυμα και τον ίδιο τον στρατηγό Σκόμπι (όπ.π.).
Στη συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1945, κατατίθεται στα πρακτικά ο λόγος που εκφωνήθηκε από τον Αντιπρύτανη Δ. Μπαλάνο, στο συλλαλητήριο της 14ης Ιανουαρίου 1945. Η συγκεκριμένη συγκέντρωση είχε σκοπό την επευφημία της Κυβέρνησης και των Βρετανών για την ήττα του ΕΑΜ, μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα (Βόγλης, 2014: 85).
Το εν λόγω κείμενο το οποίο είχε ήδη λάβει έγκριση από τα μέλη της Συγκλήτου, μας παρέχει επαρκή πληροφόρηση για την επίσημη-θεσμική θέση του Πανεπιστημίου απέναντι στις συμπλοκές του Δεκεμβρίου του ’44:
- Αποδοκιμάζεται η δράση του ΕΑΜ, η οποία χαρακτηρίζεται εθνοκτόνα:
- «[…] λαμβάνω τον λόγον διά να διατρανώσω εκ μέρους αυτών, εντονωτάτην την αποδοκιμασίαν του εθνοκτόνου κινήματος, διά του οποίου διεκυβεύθησαν τα ύψιστα συμφέροντα του Έθνους και ετέθησαν υπό δεινήν δοκιμασίαν η ζωή, η τιμή και η περιουσία των πολιτών. Υπό το πρόσχημα της εξασφαλίσεως των λαϊκών ελευθεριών, αι οποίαι υπό ουδενός ηπειλούντο, κατελύθη υπό των στασιαστών αυτή η έννοια της ελευθερίας και χιλιάδες θυμάτων υπέστησαν τα πάνδεινα, ηκρωτηριάσθησαν, εκρεουργήθησαν, εφονεύθησαν, άνευ ουδενός λόγου, μόνον και μόνο διά την ιδεολογίαν των.»
- Εκφράζεται η θέληση για επιβολή κυρώσεων, ωστόσο μόνο σε όσους ανήκαν ή συγγένευαν ιδεολογικά με τον χώρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ:
- «Τα Πνευματικά ιδρύματα της Χώρας διατυπούν μεθ’ ολοκλήρου του Έθνους την απαίτησιν της επιβολής υπό των νομίμων εξουσιών κυρώσεων κατά των προταιτίων της φρικτής αιματοχυσίας και πάντων όσοι εκακούργησαν εις βάρος συμπολιτών και των συμμάχων.»
- Εκφράζεται η βαθιά ευγνωμοσύνη προς τους συμμάχους και κυρίως προς τα Βρετανικά στρατεύματα:
- «Το Έθνος ολόκληρον διαδηλοί αΐδιον ευγνωμοσύνην τον προς τα υπό ηγεσίαν του Στρατηγού Σκόμπυ ηρωϊκά Βρεττανικά, ως και τα Ελληνικά στρατεύματα, τα οποία ευρέθησαν εις την οδυνηράν ανάγκην να επιβάλουν διά των όπλων την έννομον τάξιν και να συντελέσουν εις καταστολήν κινήματος.» (ΙΑΠΑ, 1944-45: 86-87)
Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις της Συγκλήτου, όπως είναι κατανοητό, δεν πραγματοποιούνται σε κάποιο ιδεολογικό ή ιστορικό κενό. Αντιθέτως, οι ιδεολογικές προϋποθέσεις των μελών της είναι εμφανείς, αλλά και οι συνθήκες μέσα στις οποίες συντελούνται τα γεγονότα -ο πυκνός ιστορικός χρόνος- επηρεάζουν και οξύνουν τη στάση τους.
Σχολιάζοντας τον παραπάνω λόγο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέλη της Συγκλήτου δεν κρατούν μια συμφιλιωτική και γεφυρωτική στάση, κάτι ίσως δικαιολογημένο για την εποχή καθώς η χρονική και συναισθηματική αποστασιοποίηση από τα γεγονότα απλώς δεν υφίσταται. Η δημόσια τοποθέτηση των μελών του μεγαλύτερου πανεπιστημιακού ιδρύματος της χώρας όμως, γίνεται υπέρ της επιστροφής σε μια «κανονικότητα» ή μια νομιμότητα με το γράμμα του νόμου κι όχι με μια διασταλτική ερμηνεία, η οποία θα λάμβανε υπόψη της τις συνθήκες που οδήγησαν στην κορύφωση των γεγονότων του Δεκέμβρη του 1944, προϊδεάζοντας έτσι για τις μελλοντικές εκκαθαρίσεις.
Εκκαθαρίσεις που απέκτησαν εκτεταμένο χαρακτήρα, καθώς από την Άνοιξη του 1945 εγκαινιάστηκε μια γενικευμένη διαδικασία ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων, στους εργαζόμενους του Δημοσίου. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η συμμετοχή στην ΕΑΜική αντίσταση νοηματοδοτείται αρνητικά, κάτι που δείχνει πολλά για τα κριτήρια με τα οποία αξιολογούνταν οι υπάλληλοι και στελεχωνόταν ο υπό ανασυγκρότηση κρατικός μηχανισμός (Βόγλης, 2014: 109). Οι πρακτικές των εκκαθαρίσεων και συγχρόνως η στελέχωση του κρατικού μηχανισμού με πρώην συνεργάτες των κατακτητών (λ.χ. ένταξη πρώην ταγματασφαλιτών στον στρατό), στιγμάτισαν τη δημόσια ζωή του τόπου, βαθαίνοντας το τραύμα πάνω στην ίδια ανοικτή πληγή.
Η πολιτική διαχείριση των γεγονότων του Δεκέμβρη του ’44 από το μεταπολεμικό κράτος έχει ιδιαίτερη σημασία, αρκεί να την εξετάζουμε με βάση τη δυναμική της, μια δυναμική η οποία μας παρέχει επαρκή πληροφόρηση ώστε να χαρτογραφήσουμε την κλιμάκωση του ρήγματος που οδήγησε στη σημαντικότερη και πιο αιματηρή ιστορική τομή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο μεταπολεμικό κράτος μετά τα Δεκεμβριανά, αλλά και στο μετεμφυλιακό κράτος, έστρεφε πρώτα το βλέμμα της στο μέλλον κι έπειτα στο παρελθόν («Μόνο όποιος χτίζει το μέλλον, έχει δικαίωμα να δικάζει το παρελθόν»[i], υποστηρίζει ο Νίτσε). Με αυτό τον τρόπο υφάνθηκε ένα μέλλον με συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, παράγοντας ταυτόχρονα Ιστορία, μια Ιστορία που διεκδικούσε τη φυσικοποίηση και τη νομιμοποίηση των πρακτικών της μετεμφυλιακής κρατικής εξουσίας και του δικού της αφηγήματος, επιβεβαιώνοντας τελικά τον συλλογισμό του Φουκώ σχετικά με τον ιστορικό λόγο, τον οποίο χαρακτήριζε ως τελετουργία της εξουσίας[ii].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βόγλης, Π. (2014). Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του Εμφυλίου Πολέμου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
IΑΠΑ (1944-1945) (Ιστορικό Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών), Πρακτικά Συγκλήτου, Τόμος: 56ος
Μαργαρίτης, Γ. (2005). Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, Τόμος: 1ος, Αθήνα : Βιβλιόραμα
[i] Βλ. Νίτσε, Ιστορία και Ζωή
[ii] Βλ. Φουκώ, Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας