Στον “Οδυσσέα” του, ο Ιρλανδός συγγραφέας James Joyce εξιστορεί την περιήγηση του Λεοπόλδου Μπλουμ, στο Δουβλίνο, την 16η Ιουνίου 1904. Μεταξύ αφήγησης & ‘αποκάλυψης’, ο Joyce εξιστορεί με πυκνότητα τα ‘πάθη’ μίας ημέρας, εκεί όπου ο Λεοπόλδος Μπλουμ λειτουργεί υπό τα πλαίσια ανίχνευσης των όρων της καθημερινής ηθικής, συνυφαίνοντας εντυπώσεις & πρακτικές σε ένα αξεδιάλυτο πλέγμα αντιφάσεων που τον τοποθετεί στο βάθρο της ‘ανωνυμίας’ του πρώιμου 20ου αιώνα..
Του Σίμου Ανδρονίδη
“Αιώνα μου, θεριό μου, ποιος θα τολμήσει στις κόρες των ματιών να σ’ αντικρίσει;”
Δεν είναι μόνο ο Μπλουμ-‘Οδυσσέας’, καθίσταται το βάρος του ‘μη-ονόματος’, της άρσης του ενώπιον του συμβάντος: σιωπηλός αλλά και ‘φλογερός’ κήρυκας, αξιώνει και αναζητεί τον έρωτα, Ιρλανδός-Δουβλινέζος δίχως το ‘προκάλυμμα’ της εθνικής ταυτότητας, ένας Εβραίος που διαπραγματεύεται τα όρια της Εβραϊκότητας του..
Η ημέρα του, φέρει τις σημάνσεις της τομής, της εγκάρσιας τομής επί του ‘χωρικού’, επί του χρόνου της γραμμικής κατάληξης, την ίδια στιγμή που ο ίδιος διαβαίνει στα ‘απαστράπτοντα ερείπια’ του Δουβλίνου και της μνήμης του, ‘πορευόμενος’ ‘εν τόπω’ λέξεων-λεκτικών ‘παιγνίων’: κάθε λέξη δύναται να επι-φέρει το βάρος της ‘αναβολής’ της, αλλά και της ενόρμησης-‘εφόδου’ που αναζητά: την πόλη πίσω από κάθε ιστορία, την σεξουαλικότητα (αξίζει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή και στο τελευταίο κεφάλαιο του ερωτικού ‘σπασμού’ της συζύγου-Πηνελόπης), πίσω από κάθε ‘τιμωρία’, την καθημερινότητα ως ‘αντεστραμμένη ετεροτοπία’, τον Μπλουμ πίσω από την προθυμία, την Τζοϋσική προθυμία..
Με μία γλώσσα-αφήγηση που ανατρέπει τις νόρμες του λογοτεχνικά διανοητού, ο James Joyce συγκροτεί ‘κρατήρες’ συνείδησης, εκεί όπου ‘μεταλαμβάνουν’ των ‘αχράντων μυστηρίων’ ο/οι Μπλουμ των ιδεών και της νεωτερικότητας του 20ου αιώνα.
Η ιστορία-ιστορικότητα εκκινεί την στιγμή που ο Μπλουμ εγκαλεί και εγκαλείται, σε μία αρχή, που, όπως αναφέρει ο Σάββας Μιχαήλ, «είναι εσωτερικά διχασμένη, αντίφαση κινητήρια (στη γλώσσα της διαλεκτικής), παλλόμενη διάσχιση, schize (στη γλώσσα της σχιζο-ανάλυσης των Deleuze και Guattari)».[1] Σε ένα μυθιστόρημα-σταθμό στα λογοτεχνικά χρονικά, ο Joyce ανανοηματοδοτεί την πολλαπλότητα της στιγμής, ενέχοντας στον ‘Οδυσσέα’ τις σημάνσεις της ‘συγγνωστής’ & της ‘ασύγγνωστης’ ιστορίας..
Ο ‘Οδυσσέας’ είναι η λειτουργική και μη ‘πανάκεια’, οι πλαισιώσεις της επινόησης ‘φανταστικών’ ταυτοτήτων: ένας ‘Οδυσσέας’-Μπλουμ, μόνος, και μαζί με όλους, στο Δουβλίνο της εγγύτητας, της γεωγραφικής εσχατιάς, του σαρκαστικού πνεύματος, της αδημονίας, και της εξέλιξης..
Η γραφή, στο περιβάλλον της αφήγησης, της δόμησης και της «ζύμωσης» της ιστορίας παύει να είναι δόκιμη: καθίσταται βιωματική, βιωματική γραφή ενός προσώπου στο οποίο αντανακλώνται οι όψεις μίας σχεδόν πρόωρα ‘χορτασμένης’ ηπείρου, της Ευρώπης των εγκλήσεων και των ακραίων και μη «ενσαρκώσεων». Διαμέσου της εναλλαγής προσώπων, ύφους & γλώσσας, διαμέσου της φοράς των αντιθέσεων, ο Joyce ‘εκ-βάλλει’ στον ‘τόπο’ της έγκλησης: εκεί όπου ο αναγνώστης ‘συναντά’ το εύρος της ‘αστέγαστης’ εντροπίας, την ‘ηχώ’ του καθημερινού υποδείγματος: αξίωσε αλλά και κρύψου, την 16η Ιουνίου του 1904, αλλά και κάθε ημέρα, σε μία χώρα που ευρίσκεται στη μεταιχμιακή κατάσταση μεταξύ αποικίας (καθεστώς αποικίας) & επιδίωξης αποαποικιοποίησης..
Ο ‘Οδυσσέας’-Μπλουμ ‘διαλέγεται’ με τον χρόνο: δεν τον «νικά» αλλά τον αφήνει να κυλήσει αβίαστα, τον χρόνο που καθίσταται «σαρκαστικά πονηρός», ‘φάρσα’ και παράλληλα ‘πλημμυρίδα’.. Από το κρεβάτι του, ο Λεοπόλδος Μπλουμ, το άλλο όνομα του «Κανένα» εκβάλλει στην «πλημμυρίδα» των απεικονίσεων, στη συγχρονία, στο ‘τώρα’..
‘Διαπερνώντας’ το έργο, δια-κρατείται το ποιητικό ερώτημα του Οσίπ Μαντελστάμ: «Αιώνα μου, θεριό μου, ποιος θα τολμήσει στις κόρες των ματιών να σ’αντικρίσει»;
[1] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Το έργο της απουσίας’, στο, Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 138.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 14.10.2017