Παιδιά-στρατιώτες στο Νότιο Σουδάν
Το Σουδάν μέχρι την ανεξαρτητοποίησή του (1956) βρισκόταν υπό την κατοχή της Αιγύπτου και της Μεγάλης Βρετανιας. Η ανεξαρτησία του δόθηκε και εγγυήθηκε ταυτόχρονα από τις δυο χώρες μόνο όταν η Αίγυπτος παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της το 1954. Ωστόσο, παρά τις εκκλήσεις των ηγετών του νότιου τμήματος του Σουδάν προς τη Μεγάλη Βρετανία για δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών, καθώς στον βορρά η πλειοψηφία των κατοίκων είναι μουσουλμάνοι και στο νότο χριαστινοί, η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε να προχωρήσει με τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους. Οι φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές ανάμεσα στον ισλαμικό βορρά και τον κατοικημένο από χριστιανούς κυρίως νότο ήταν βαθιές και γρήγορα έγινε ορατή η προσπάθεια του σημαντικά μεγαλύτερου και πολυπληθέστερου Βόρειου Σουδάν να αναδειχθεί σε ρυθμιστή της κατάστασης. Από την πλευρά του το Νότιο Σουδάν απαιτούσε μεγαλύτερη εκπροσώπηση στη νέα κυβέρνηση της χώρας καθώς και μεγαλύτερη αυτονομία.
Το Σουδάν και το Νότιο Σουδάν
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξέσπασαν οι πρώτες βίαιες συγκρούσεις και το Σουδάν οδηγήθηκε στον Πρώτο Εμφύλιο Πόλεμο (1955-1972). Οι πρώτες συμπλοκές έγιναν μεταξύ στασιαστών στις πόλεις του νότου και των δυνάμεων της βρετανικής διοίκησης. Από το 1955 ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες μεταξύ των σουδανικών κυβερνητικών στρατευμάτων και των ανταρτών με αποτέλεσμα, εκτός από τις βαριές απώλειες, οι κάτοικοι των περιοχών να υποφέρουν από λιμό και επιδημίες. Η διαμάχη ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα του Σουδάν έληξε τον Μάρτιο του 1972, με την ειρηνευτική συνθήκη της Αντίς Αμπέμπα, ενώ υπολογίζεται πως ο πόλεμος στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους.
Η ειρηνευτική συνθήκη οδήγησε στην καθιέρωση της Αυτόνομης Περιφέρειας του Νοτίου Σουδάν δίνοντας ένα βαθμό αυτονομίας στις νότιες περιοχές. Παράλληλα, το Νότιο Σουδάν θα διατηρούσε πλέον ένα ξεχωριστό νομοθετικό και εκτελστικό σώμα. Συμφωνήθηκε ακόμα οι αντάρτες της οργάνωσης «Anyanya», της σημαντικότερης αντάρτικης οργάνωσης του Νότιου Σουδάν, να ενσωματωθούν στον εθνικό στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας. Έπειτα από την υπογραφή της συνθήκης ακολούθησε μια δεκαετία σχετικής ηρεμίας. Ωστόσο, σύντομα φάνηκε ότι η ειρήνη ήταν εύθραστη και προσωρινή. Η στάση του Βόρειου Σουδάν, μέσω της συστηματικής κατάχρησης των οικονομικών πόρων της χώρας και της σταδιακής περιθωριοποίησης του Νότιου Σουδάν, οδήγησε σε νέες εντάσεις από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα.
Το 1983 ο πρόεδρος της χώρας, Gaafar Nimeiry, μετέτρεψε το Σουδάν σε ισλαμικό κράτος καθιστώντας υποχρεωτική την εφαρμόγή του ιερού μουσουλμανικού νόμου (σαρία) ακόμα και στο μη μουσουλμανικό νότιο τμήμα της χώρας. Παράλληλα, το ίδιο έτος ακυρώθηκε το καθεστώς αυτονομίας που είχε αποκτήσει το Νότιο Σουδάν, ως αποτέλεσμα του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Έτσι ξεκίνησε ο Δεύτερος Εμφύλιος πόλεμος (1983-2005) μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των ανταρτών του Νότιου Σουδάν, οι οποίοι σχημάτισαν την οργάνωση «Sudan People’s Liberation Army» (SPLA) καθώς και μερικές ακόμα μικρότερες αντάρτικες ομάδες.
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος διήρκεσε 22 χρόνια και είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους εμφυλίους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του πολέμου υπολογίζεται ότι περίπου 2.000.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων, του υποσιτισμού και των ασθενειών που εξαπλώθηκαν εξαιτίας των κακουχιών. Παράλληλα, περίπου 4.000.000 κάτοικοι του νότιου τμήματος της χώρας εκτοπίστηκαν τουλάχιστον μία φορά -και συνήθως κατ’ επανάληψη- κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο αριθμός των αμάχων νεκρών είναι ένας από τους υψηλότερους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η εμφύλια διαμάχη σημαδεύτηκε και από μεγάλο αριθμό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως: μαζικές εκτελέσεις, μορφές δουλείας, βιασμοί και στρατολόγηση χιλιάδων ανήλικων παιδιών.
Η σύγκρουση έληξε επίσημα με την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας (CPA) τον Ιανουάριο του 2005, ενώ έξι χρόνια αργότερα διενεργήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο οι πολίτες του Νότιου Σουδάν αποφάσισαν την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Δημοκρατία του Σουδάν. Στις 9 Ιουλίου 2011 το Νότιο Σουδάν αποσπάστηκε και έγινε επίσημα ανεξάρτητο κράτος και μέλος των ΗΕ.[1]
Λίγο πριν το τέλος του δεύτερου εμφυλίου πολέμου, το 2003, στο δυτικό Σουδάν, στην περιοχή του Νταρφούρ, ξεκίνησε μία νέα διαμάχη μεταξύ των ντόπιων Αφρικανών κατοίκων και των Αράβων νομάδων των πιο βόρειων περιοχών. Λόγω της μείωσης των εδαφών των βοσκότοπων στις βόρειες περιοχές, ως αποτέλεσμα παρατεταμένων ξηρασιών, μεγάλος αριθμός νομάδων υπό την προστασία της κυβέρνησης του Σουδάν, που επιθυμούσε την εκκαθάριση του μη Αραβικού πληθυσμού της περιοχής, αποφάσισε να μετακινηθεί προς το Νταρφούρ εκτοπίζοντας με τη βία τους ντόπιους κατοίκους. Η αντίδραση των κατοίκων ήρθε με τη δημιουργία ενόπλων αντάρτικων ομάδων («Justice and Equality Movement», «Liberation and Justice Movement») και οι συγκρούσεις συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους μέχρι σήμερα και περίπου 3.000.000 έχουν εκτοπιστεί από τις εστίες τους, ενώ χιλιάδες γυναίκες του Νταρφούρ έχουν πέσει θύματα βιασμού, κυρίως από την παραστρατιωτική οργάνωση «Janjaweed», η οποία επιχειρεί στην περιοχή μαζί με τις κυβερνητικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η περιοχή του Νταρφούρ
Το 2009 το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον τότε πρόεδρο του Σουδάν, Omar al-Bashir[2], με τις κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας καθώς και για εγκλήματα πολέμου. Το επόμενο έτος, ωστόσο, εκδόθηκε δεύτερο ένταλμα σύλληψης για τον al-Bashir που περιελάμβανε και κατηγορίες για γενοκτονία σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις, εις βάρος του πληθυσμού του Νταρφούρ. Τα δύο εντάλματα σύλληψης στάλθηκαν στην κυβέρνηση του Σουδάν η οποία τα απέρριψε, όπως και τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Τη δεκαετία που ακολούθησε οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με αμειώτη ένταση και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή του Νταρφούρ αποτελούσαν τον κανόνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2013 περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2016 οι κυβερνητικές δυνάμες επίτεθηκαν με χημικά όπλα κατά του άμαχου πληθυσμού με αποτέλεσμα περισσότεροι από 250 άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους παιδιά, να χάσουν τη ζωή τους. Παράλληλα, το 2011 ξέσπασε μία νέα σύγκρουση στα νότια σύνορα του Σουδάν («Sudanese conflict in South Kordofan and Blue Nile»), μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και του «SPLM-N», μιας αντάρτικης οργάνωσης που πρόσκειται στο Νότιο Σουδάν. Η σύγκρουση αυτή, η οποία συχνά αναφέρεται και ως ο «Τρίτος Εμφύλιος Πόλεμος του Σουδάν», συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε αυτήν, ενώ 500.000 έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους.
Από τον Δεκέμβριο του 2018 μέχρι και το 2019 το καθεστώς του Omar al-Bashir αντιμετώπισε μεγάλης κλίμακας εξεγέρσεις. Η οργή των Σουδανών είχε να κάνει με την αύξηση του κόστους ζωής, αποτέλεσμα των συνεχόμενων πολέμων, και την παράλληλη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν την εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων και την άμεση αποπομπή του al-Bashir, κάτι που έγινε στις 11 Απριλίου του 2019. Ο al-Bashir ανατράπηκε από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και αντικαταστάθηκε από ένα μεταβατικό στρατιωτικό συμβούλιο το οποίο θα μετέφερε εν καιρώ την εκτελεστική εξουσία σε ένα μεικτό πολιτικό-στρατιωτικό συμβούλιο καθώς και στον Abdalla Hamdok, τον οποίο θα διόριζε ως νέο πρωθυπουργό. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν καθώς οι πολίτες απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση του στρατού από την εξουσία υπέρ μίας δημοκρατικής μεταβατικής κυβέρνησης η οποία θα εφάρμοζε τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις.
Στις 3 Ιουνίου του 2019 κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στην πρωτεύουσα, Χαρτούμ, η νέα στρατιωτική ηγεσία διέταξε τις παραστρατιωτικές δυνάμεις που την υποστήριζαν (Rapid Support Forces, Janjaweed, TMC security forces) να ανοίξουν πυρ κατά των διαδηλωτών. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 100, ενώ τουλάχιστον 40 νεκροί διαδηλωτές ρίχτηκαν στα νερά του Νείλου προκειμένου να εξαφανιστούν τα ίχνη τους. Ακόμα, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εκατοντάδες άλλοι άοπλοι διαδηλωτές τραυματίστηκαν και συνελληφθησαν, ενώ πολλά μέλη των οικογενειών των συμμετεχόντων στη διαδήλωση παρενοχλήθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας. Τέλος, τουλάχιστον 70 γυναίκες και άνδρες έπεσαν θύματα βιασμού, ενώ τις ημέρες που ακολούθησαν διακόπηκε σχεδόν σε όλη τη χώρα η παροχή ίντερνετ προκειμένου να μην γίνουν γνωστά τα γεγονότα. Τον ίδιο μήνα, το στρατιωτικό συμβούλιο που βρίσκοταν στην εξουσία έπειτα από την απομάκρυνση του al-Bashir, πρότεινε τον Abdalla Hamdok για τη θέση του νέου πρωθυπουργού και τον Αυγουστο του 2019 ο τελευταίος ορκίστηκε και ανέλαβε τα νέα καθήκοντα του. Τον Φεβρούαρίο του 2020 ο Hamdok και το στρατιωτικό συμβούλιο συμφώνησαν να παραδώσουν τον al-Bashir στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο στη Χάγη προκειμένου να δικαστεί για τις κατηγορίες εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στο Νταρφούρ.
Σήμερα, οι συγκρούσεις στο Νταρφούρ καθώς και σε άλλες περιοχές του Σουδάν (South Kordofan, Blue Nile) έχουν υποχωρήσει, ιδίως έπειτα από την απομάκρυνση του al-Bashir το 2019. Ωστόσο, έπειτα από δεκαετίες πολέμου, οι οποίοι έχουν οδηγήσει στο θάνατο περισσότερους από 2.500.000 ανθρώπους και ακόμη περισσότερους στο δρόμο της προσφυγιάς και της εξαθλίωσης, η κατάσταση παραμένει εύθραστη. Το έργο της νέας κυβέρνησης του Σουδάν καθώς και της νέας κυβέρνησης συνασπισμού του Νότιου Σουδάν είναι ιδιαίτερα δύσκολο, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για δύο από τις πιο διεφθαρμένες κυβερνήσεις παγκοσμίως (173η και 178η αντίστοιχα)[3]. Οι ηγεσίες των δύο χωρών πρέπει να προβούν σε λεπτούς χειρισμούς και να παραμερίσουν το προσωπικό τους συμφέρον, διαφορετικά είναι βέβαιο ότι οι συγκρούσεις θα αναζωπυρωθούν και το αίμα των αμάχων θα συνεχίσει να χύνεται.
*Πάνος Σκαλτσούνης, υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
[1] Το 2013 στο Νότιο Σουδάν ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων του Salva Kiir Mayardit και του αντιπάλου του Riek Machar. Μέχρι τη συνθηκολόγηση των δύο πλευρών και το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού, το Νότιο Σουδάν μέτρησε 383.000 νεκρούς, ενώ 1.500.000 πολίτες διέφυγαν σε άλλες χώρες και 2.100.000 εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της χώρας. Παράλληλα, το Νότιο Σουδάν αποτελεί τη χώρα με το χαμηλότερο ετήσιο κατά κεφαλην εισόδημα (275$) καθώς και μία από τις χώρες με το χαμηλότερο προσδοκημο ζωής (57,6 έτη). Τέλος, σήμερα, από τους 12,8 εκατομμύρια κατοίκους πάνω από 6 εκατομμύρια υποφέρουν από σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια ως συνέπεια των σύγκρουσεων.
[2] Ο Omar al-Bashir Κατέλαβε την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1989 και έμεινε στην εξουσία μέχρι και το 2019, όταν ανατράπηκε από νέο στρατιωτικό πραξικόπημα.
[3] https://www.transparency.org/en/press/corruption-perceptions-index-2016-vicious-circle-of-corruption-and-inequali#