Από τον Θοδωρή Κατρή
Στις πηγές του Αχέροντα στέκουν αντικριστά δυο βελανιδιές που φυλάν την είσοδο του Κάτω Κόσμου. Το χειμώνα κοιμούνται βαθιά. Και σαν ο άνεμος δυναμώνει αλλάζουν πλευρό που και που και οι ρόζοι στα κορμιά τους τρίζουν και παραμιλούν στον ύπνον τους.
Είναι μια νύχτα που στον πιο βαθύ τους λήθαργο, τα στοιχειά ξεγλιστράν ήσυχα από τη χαραμάδα της πύλης και ξεχύνονται στον κόσμο. Είναι η Μεγάλη Νύχτα και το σκότος απλώνει επί γης το θρήνο της μάνας για την καημένη Περσεφόνη.
Είναι αυτή η νύχτα, η Μεγάλη Νύχτα που οι βελανιδιές κοιμούνται και οι Αθρώποι απροστάτευτοι ξανανάβουν τις φωτιές του Προμηθέα. Σε κάθε χωριό, σε κάθε βωμό, σε κάθε ιερό ξέφωτο, καίει δυνατή για αυτή τη νύχτα.
Είναι η Μεγάλη Νύχτα που ο Άδης βρυχάται από κάθε σπηλιά με τα παγωμένα χνώτα του και μετράει τη σοδειάν του. Είναι η Μεγάλη Νύχτα που ο αυστηρός χειμώνας τιμωρεί αμείλικτα τους απρόσεκτους και τους ανάξιους. Τούτην τη νύχτα οι Αθρώποι δε θωρούνε όνειρα. Ο Ύπνος και ο Θάνατος καβαλάνε την ομιχλιασμένη Σελήνη και σέρνουν πίσω από το άρμα τους τους ακήδευτους νεκρούς. Μόνου μένουν ξάγρυπνοι με τα κεριάν των και χορεύουν στις φωτιές.
Γκάιντες και τύμπανα κράζουν όλη νύχτα για να φοβίσουν τα δεινά, κράζουν δυνατά για να ακουστούν πιο μακριά, κράζουν σοφά για να θυμηθούμε γιατί φοβόμαστε το σκοτάδι από παιδιά. “Παίχτε δυνατά μωρέ, να το μάθουν κι άλλοι! Και εκείνοι πίσω από τους λόφους και οι άλλοι πέρα στον κάμπο. Κανέναν να μην πάρει το σκοτάδι”.
Είναι απόψε η Μεγάλη Νύχτα, που η Αρβανίτισσα γριά φοβάται στις εικοσιμιά του Σινιντρέ. “Άναψ’το καντήλι σου νιέ μου στις εικοσιμιά τ’Ασπροχιονιά και το φως θά’βρει το δρόμον”.
Και σαν χαρεί η νύχτα και χορτάσει από τις προσευχές και μεθύσει από τα αίματα στους βωμούς, το φως βρίσκει το δρόμο. Και σαν χαράζει ο Ήλιος , οργή και κακό που τα βρίσκει όλα τα δεινά του κόσμου. Οι ξελογιάστρες νύμφες ξανακουρνιάζουν στο βυθό της λίμνης και τα παληκάρια γλιτώνουν το φιλί της λήθης τους. Οι κατσικοπόδαροι αφήνουν ήσυχες πια τις κόρες. Και τα όνειρα γυρνάνε πάλι στους ανθρώπους.
Η ημέρα αρχίζει να μεγαλώνει από το πιο βαθύ σκοτάδι και ο Ήλιος που θα ξημερώσει αύριο θα ζεστάνει τα φύλλα των γέρικων βελανιδιών του Αχέροντα και θα τις ξυπνήσει γλυκά με χρυσαφένιο φως, την πύλη για να κλείσουν κι άλλα κακά να μη μας έβρουνε. Μου τά’χε πει ένα δέντρο πού’χει ένα τραγούδι γραμμένο στα δαχτυλίδια του κορμού του, μια φορά που κοιμήθηκα στον ίσκιο του το κατακαλόκαιρο, μα σαν εξύπνησα μου’πε να μη σκιαχτώ γιατί καλοκαίρι θα ξανάρθει και θα με κοιμίσει πάλι στον ίσκιον του.
Για αυτό, Άνθρωπε, να γιορτάσεις και συ τούτη τη Μεγάλη Νύχτα.