Σε ελεύθερη πτώση το SPD
Σε ελεύθερη πτώση βρίσκεται το SPD, την ώρα που περισσότερα από 460.000 οργανωμένα μέλη του καλούνται από σήμερα να ψηφίσουν αν εγκρίνουν ή όχι την κυβερνητική συμφωνία του κόμματος με τους Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου «Insa» για λογαριασμό της εφημερίδας «Bild», οι Σοσιαλδημοκράτες βρίσκονται για πρώτη φορά πίσω από το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), το οποίο κατακτά τη δεύτερη θέση με ποσοστό 16%, ενώ το SPD κατρακυλά στο 15,5%.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU) λαμβάνει 32%, το Φιλελεύθερο κόμμα της Γερμανίας (FDP) 9%, η Αριστερά (Die Linke) 11% και οι Πράσινοι (Die Gruenen) 13%.
Κι αν τα μέλη πουν «όχι»;
Το αποτέλεσμα της εσωκομματικής ψηφοφορίας στο SPD θα θα ανακοινωθεί στις 4 Μαρτίου και θα είναι δεσμευτικό για την ηγεσία του κόμματος υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 20% των μελών του θα συμμετάσχουν στη διαδικασία.
Μετά τις εκλογές του 2013 τα μέλη των Σοσιαλδημοκρατών επικύρωσαν με ποσοστό 76% τη συγκυβέρνηση με τους Συντηρητικούς. Αυτή τη φορά, όμως, η κομματική βάση δεν αποκλείεται να ανατρέψει τα σχέδια της ηγεσίας του SPD.
Υπό τον φόβο ενός «όχι» της πλειοψηφίας των μελών, τόσο ο μεταβατικός πρόεδρος του κόμματος Όλαφ Σολτς όσο και η μελλοντική πρόεδρος Αντρέα Νάλες «όργωσαν» τις τελευταίες μέρες τη Γερμανία για να πείσουν τα μέλη να πουν το «ναι» στην τρίτη κυβερνητική συγκατοίκηση με την Άνγκελα Μέρκελ.
Η αντίσταση των αντιπάλων του μεγάλου συνασπισμού εντός του SPD δεν πρέπει να υποτιμάται. Άτυπος επικεφαλής της εκστρατείας υπέρ τού «όχι» είναι ο πρόεδρος της κομματικής νεολαίας Κέβιν Κίνερτ, ο οποίος επαναλαμβάνει ότι η καθίζηση του 14% που υπέστη το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου είναι ενδεικτική για το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του κόμματος απέρριψαν με σαφήνεια την πολιτική του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Τι θα γίνει όμως αν η πλειοψηφία των μελών απορρίψουν τον μεγάλο συνασπισμό; Τότε θα πάμε σε νέες εκλογές, απαντούν πολλοί. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο εύκολα διότι το κύριο μέλημα του γερμανικού Συντάγματος είναι η σταθερότητα και κατά συνέπεια δεν διευκολύνονται οι συχνές προσφυγές στην κάλπη.
Σε περίπτωση «όχι» στον μεγάλο συνασπισμό, το Σύνταγμα προβλέπει ότι ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ θα προτείνει έναν ή μια καγκελάριο, για τον οποίο θα διεξαχθεί ψηφοφορία στο κοινοβούλιο. Από αυτή τη διαδικασία εξαρτώνται όλα τα επόμενα βήματα.
Όλα δείχνουν πάντως ότι και σε αυτή την περίπτωση η Μέρκελ θα είναι υποψήφια για την καγκελαρία. Το πιθανότερο είναι όμως ότι δεν θα είναι σε θέση να διασφαλίσει την απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία. Το Σύνταγμα προβλέπει στη συνέχεια προθεσμία 14 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας τα μέλη του κοινοβουλίου έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν υποψηφίους, για τους οποίους στη συνέχεια διεξάγεται ψηφοφορία.
Και εδώ απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία. Αν δεν εκλεγεί καγκελάριος και σ’ αυτό το στάδιο, τότε το άρθρο 63 του Συντάγματος προβλέπει άμεσα έναν νέο εκλογικό γύρο, στον οποίο αρκεί πλέον η απλή πλειοψηφία για την ανάδειξη.
Στη συνέχεια ο ομοσπονδιακός πρόεδρος θα αποφανθεί αν θα ορίσει τον εκλεγμένο υποψήφιο ως νέο καγκελάριο κυβέρνησης μειοψηφίας. Εναλλακτικά ο πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκηρύξει εκλογές εντός 60 ημερών.
Προς το παρόν όμως η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών ευελπιστεί ότι δεν θα χρειαστούν όλα αυτά και ότι η πλειοψηφία των μελών θα πει το μεγάλο «ναι» στη συγκυβέρνηση με τους συντηρητικούς της Μέρκελ.