Από την Αφροδίτη Φανφάρες
σήμερα θα ‘θελα να κοκκινίσουμε στη θάλασσα
απ’ όσα θα σκεφτόμασταν
ο ένας για τον άλλο
έτσι όπως ήμασταν με τα μαγιό
ποιος πιότερο θα βάσταγε
κάτω από το νερό τ’ ανείπωτα;
την καύλα που αφήνεις στη μέση της θάλασσας
στην εκπληρώνει η συσκευασία του οικογενειακού παγωτού
μ α υ ρ ί σ τ ε
έντονο το σημάδι απ’ το μαγιό στο λαιμό
κάνει ωραία θηλιά
κι άλλα κυκλάκια
βυζαίνουν οι νυχτερινοί τα τσιγάρα στα μπαλκόνια
διχάζοντας την παντοκρατορία των πυγολαμπίδων που νομίζουν ότι είναι οι μόνες με λαμπυρίζουσες καύτρες
στις εθνικές που τρέχεις να προλάβεις το καλοκαίρι στο χωριό
ανοιχτά πορτμπαγκάζ κουβαλούν δεμένα ποδήλατα
που κουβαλούν ανοιγμένα γόνατα
παιδικές μνήμες
τραυματικές κνήμες
στον γεροπλάτανο
πουλάνε πρέζα ανάμνησης παιδικών ανδραγαθημάτων
σ’άλλους μας βγαίνει ακόμα από τη μύτη το ανθρακικό
άλλοι σκέτες κόκες
και τα μυρμήγκια σε ρόλο μπατσικού
σε ψαχουλεύουν βιαστικά να βρουν τι δε μπορείς να ξεχάσεις
σε μένα
βρήκανε ίχνη σωμένου 39 στην πατησίων
άπλυστα πρόδωσα το κρυφτό
τα μήλα
το σκλάβο
τις ρυτίδες των σεβάσμιων χεριών της που από δέκα χρόνων μετράω
κι η πόλη τον Αύγουστο
ποτήρι στα χέρια κάποιου απαισιόδοξου
μισοάδεια
καλύπτουν τον χαμένο χρόνο
στας επαρχίας
γιαγιάδες
εγγόνες
ελληνικοί
κόκκινα λουκούμια
ξωκκλήσια
υποφέρεται η ζέστη στο πατρικό
εκπνέει η διαταγή για ύπνο
κι η τιμωρία στο παιδικό δωμάτιο
στο μαγαζί
σώψυχα θαμώνων συγχωριανών
ταράζονται απ’ την φλύαρη ηδυπάθεια του ούζου
εκπυρσοκροτούν οι λέξεις
και τα τριζόνια
άλλοι τα λογαριάζουν για κομπρεσέρ
κι άλλοι φτύνουν δεκάευρα
να παίξουν λίγο ακόμα
το βράδυ κάνω ότι χάθηκα στις γειτονιές
για να μυρίσω τα γιασεμιά εις το τετράγωνο
μεθάω μα δε ξεχνάω
έρμε αύγουστε
στο καλοκαίρι που φεύγει
στον χειμώνα που έρχεται
σε μένα που έχω μείνει στο ντεμί
και δε μπορώ να διαλέξω στρατόπεδο
θα σε βλέπω
για πάντα
σαν αντίστροφη μέτρηση